Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ (ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΣΑΡΚΙΟΪ) ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Το Σαββατοκύριακο από 17-19 Δεκεμβρίου του 2010 ο ακούραστος ερευνητής της ιστορίας της Ανατολικής Θράκης και σημερινός Πρόεδρος της Θρακικής Εστίας Καβάλας, Νίκος Τσουμπάκης, γύρισε από τις αλησμόνητες πατρίδες μεταφέροντας ένα πολύτιμο δώρο στις αποσκευές του. Τις φωτογραφίες δύο επιγραφών, που τις κράτησε με αγάπη στα σπλάχνα της η θρακική γη και οι οποίες αποκαλύφθηκαν πρόσφατα στην Περίσταση των Γανοχώρων της Ανατολικής Θράκης, (σημερινό Sarkoy – Σάρκιοϊ της Τουρκίας), κατά την κατασκευή δημοτικών έργων.
Πριν όμως από την περιγραφή των δύο επιγραφών, θα ήταν σκόπιμο να λεχθούν λίγα λόγια γι’ αυτή την αλησμόνητη, ελληνική πατρίδα των παραλίων της Προποντίδας. Η Περίσταση ήταν μια κωμόπολη από ένα σύμπλεγμα ελληνικών κυρίως χωριών, που ονομάζονταν συνοπτικά «Γανόχωρα». Βρίσκεται σε απόσταση 45 χιλιομέτρων βορειοανατολικά από την Καλλίπολη και 53 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά από τη Ραιδεστό, στην ευρωπαϊκή ακτή της Προποντίδας κι είναι κτισμένη σε ωραία, κατάφυτη τοποθεσία, στους πρόποδες του όρους Κουρού – νταγ.
Η Περίσταση έχει μια μακραίωνη ιστορία, με την ίδρυσή της ν’ ανάγεται στους Ίωνες των παραλίων της Μικράς Ασίας, των οποίων υπήρξε αποικία, σύμφωνα με τον Στράβωνα, (1ος αιώνας μ.Χ.), ίσως όμως και παλιότερα, αφού μια τοπική παράδοση αποδίδει το αρχαίο όνομά της, «Τειρίστασις» ή «Τιρίστασις» στον Τήρηνα, βασιλιά των Οδρυσσών Θρακών, που βασίλεψε από τον Έβρο μέχρι τα παράλια της Προποντίδας από το 515 ως το 455 π.Χ. Ήδη πριν το 500 π.Χ. την μνημόνευσε ο Σκύρακος ο Καρυανδεύς, ενώ στη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’ καταλήφθηκε απ’ αυτόν. Στα χέρια των Οθωμανών περιήλθε το 1356, όταν την κατέκτησε ο Γαζή Σουλεϊμάν και την ονόμασε αρχικά Sehirkoy και αργότερα Sarkoy, όπως ονομάζεται μέχρι σήμερα.
Η σημερινή Περίσταση βρίσκεται σε παραλιακή θέση, ενώ η αρχαία βρισκόταν 500 μέτρα βορειότερα, στον σημερινό λόφο «Σαρή Μπαϊρ».
Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών στα 1922 η Περίσταση ήταν μια ελληνική, κατά το μέγιστο μέρος της, κωμόπολη,  χωρισμένη σε 4 συνοικίες, του Άϊ Γιάννη, της Παναγίας, του Άϊ Νικόλα και του Τζαμιού, από τις οποίες οι τρεις πρώτες, που ήταν οι ελληνικές, ήταν χτισμένες κοντά στη θάλασσα και μόνο η τέταρτη, που κατοικούνταν από μουσουλμάνους, ήταν κτισμένη μακριά της.
Οι ναοί της Περίστασης ήταν αυτοί που έδωσαν τα ονόματα στις τρεις συνοικίες της κι είχαν ανεγερθεί όλοι στη δεκαετία 1830-1840.
Η κωμόπολη  δοκιμάστηκε επανειλημμένα από πυρκαγιές, οι πιο πρόσφατες από τις οποίες συνέβησαν την 1η Αυγούστου του 1860, την 15η Ιουλίου του 1896, την 25η Ιανουαρίου του 1876 και κύρια το 1917, (αφού είχε προηγηθεί ο καταστροφικός σεισμός του Ιουλίου του 1912, που είχε καταστρέψει το μέγιστο μέρος όλων των Γανοχώρων, συμπεριλαμβανομένων και τω ναών τους). Έτσι, η κωμόπολη δεν προλάβαινε να μετρά τις πληγές της, μέχρις ότου της έλαχε η μεγαλύτερη πληγή, αυτή της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1922 και της αναγκαστικής μετοίκησης των Ελλήνων κατοίκων της στην Ελλάδα.
Μετά από την απαραίτητη αυτή εισαγωγή επανερχόμαστε στις επιγραφές μας, η πρώτη από τις οποία είναι γραμμένη με κεφαλαία, ελληνικά γράμματα, στην στενή, εμπρόσθια επιφάνεια μιας πολύ μεγάλης, μαρμάρινης πλάκας, η οποία, πριν την Καταστροφή, αποτελούσε, προφανώς τον ανώφλιο λίθο της κεντρικής εισόδου ενός από τους Ναούς της Περιστάσεως, κατά τρόπον ώστε ο εισερχόμενος στο Ναό να διαβάζει την επιγραφή, που έχει το εξής περιεχόμενο:
ΟΥΤΟΣ Ο ΝΑΟΣ ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΘΗ ΠΑΡΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΝΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 1918 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 20
Κύριο ζήτημα προς διερεύνηση είναι, ποιος ήταν ο αρχιερεύς Νεόφυτος ο Περιστασινός, δηλαδή ο καταγόμενος από την Περίσταση, ο οποίος, στις 20 Νοεμβρίου του 1918 έτους εγκαινίασε το Ναό στον οποίο βρισκόταν η επιγραφή.
Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αρχιερέας είχε αυτό τον τίτλο κατά το έτος 1918, οπότε εγκαινίασε τον άγνωστο Ναό της Περιστάσεως, και, συνάμα, αποκαλείται «Περιστασινός», μας οδηγεί, μετά από έρευνα, στο πρόσωπο του Νεοφύτου Λαμπαδαρίου, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Στέρνα, χωριό των Γανοχώρων γειτονικό προς την Περίσταση και μετά το πέρας των εγκυκλίων σπουδών του στην ιδιαίτερη πατρίδα του φοίτησε στη μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού μας Πανεπιστημίου. Την 1η Μαρτίου του 1912 ο Νεόφυτος εκλέχτηκε βοηθός του μητροπολίτη Δέρκων κι έλαβε τότε τον τίτλο του επισκόπου Τρωάδος, τον οποίο διατήρησε μέχρι τον θάνατό του, στις 9 Μαρτίου του 1924.
Το δεύτερο ζήτημα προς διερεύνηση, που προκύπτει από τη μελέτη της επιγραφής, είναι, ποιος ήταν ο Ναός στην Περίσταση, τον οποίο εγκαινίασε ο επίσκοπος Τρωάδος Νεόφυτος. Επρόκειτο, μήπως, για έναν από τους τρεις κύριους Ναούς της, ο οποίος, ενδεχομένως, είχε ανεγερθεί μετά την κατάρρευση προηγούμενου ναού, στο μεγάλο σεισμό των Γανοχώρων, που είχε συμβεί στις 27 Ιουλίου του 1912 ή, ακόμη πιθανότερα, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του έτους 1917, που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της Περιστάσεως; Μήπως ήταν κάποιος από τους δύο μικρότερους ναούς της Παναγίας του Κύκκου και του Αγίου Ιωάννη του Μικρού; Ο υπογράφων δεν έχει έτοιμη κάποια ασφαλή απάντηση, όπως δεν έχει τέτοια απάντηση και στο ερώτημα, γιατί το Ναό αυτόν εγκαινίασε ο ανωτέρω επίσκοπος και όχι ο τότε Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Σωφρόνιος Σταμούλης (1917-1923) ή έστω, γιατί στην κτητορική επιγραφή που μελετούμε δεν αναγράφηκε το όνομα του τελευταίου.
Πόσους ιστορικούς προβληματισμούς δεν γεννά, αλήθεια, ένα απλό θραύσμα μιας επιγραφής και πόσα κίνητρα δεν παρέχει στην ιστορική έρευνα!
Η δεύτερη από τις επιγραφές είναι μια ωραία επιγραφή, γραμμένη με καλλιγραφικά γράμματα, στην αρχαία, αττική διάλεκτο και σε ποιητικό ύφος, πάνω στην εμπρόσθια, πλατιά επιφάνεια ενός πολύ ωραίου κομματιού από μάρμαρο, που κοσμείται από μια ανάγλυφη, μητροπολιτική μίτρα κι έχει το εξής περιεχόμενο:
 
Τί ωθ’ έστηκας τεθηκώς, ερεύνων, ήδέ μεταλλών,
Τύμβος εμμί, ώ ξείνε Ιωακείμ του Αρχιθύτου,
Πρώτω μεν θώκω Βοδινών Συνοδική εγκρίσει
Δευτέρου δ’ είτα Ικονίου, γαίης λυκαονίης.

Πρόκειται, προφανώς, για τον επιτύμβιο λίθο του τάφου του προσώπου στο οποίο αναφέρεται και η απόδοσή της στη νεοελληνική γλώσσα είναι η ακόλουθη, σ’ ελεύθερη μετάφραση, για την οποία ευχαριστώ τον φίλο αρχαιολόγο Νίκο Ζήκο:

Τι λοιπόν στάθηκες εδώ, σαστισμένος, ερευνώντας και ψάχνοντας διεξοδικά;
Ο τάφος είμαι, ξένε, του Ιωακείμ του Αρχιθύτου (Αρχιερέως),
Πρώτα των Βοδενών (Εδέσσης) με έγκριση της Συνόδου
και μετά του Ικονίου, που βρίσκεται στη γη της Λυκαονίας.

Εδώ έχουμε ένα ακόμη τέκνο της Περίστασης, τον Ιωακείμ, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1832 εκλέχτηκε μητροπολίτης Βοδενών (Έδεσσας) και την 8η Ιανουαρίου του 1840 προήχθη στη μητρόπολη Ικονίου, την οποία ποίμανε μέχρι τα μέσα του έτους 1846, οπότε παύθηκε κι επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του, (21 Νοεμβρίου 1854).
Ιδιαίτερα εύηχη, αλλά κι εύστοχα επιλεγμένη είναι η λέξη «Αρχιθύτης» στην δεύτερη αυτή επιγραφή. Θύτης είναι μεν ο θυσιάζων, ο θυσιαστής και η λέξη με αυτή την έννοια είναι γνωστή από την αρχαία, ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία, (όπως από τον Αππιανό, Ιβηρικά 85, τον Ηρωδιανό κ.’α.), καθώς και από αρχαίες επιγραφές. Η λέξη Αρχιθύτης χρησιμοποιείται, όμως, εδώ, με την εκκλησιαστική έννοια του ορθόδοξου Αρχιερέως, ο οποίος τελεί στο ιερό θυσιαστήριο τη θυσία του Υιού και Λόγου του Θεού. Έτσι, σ’ ένα τόπο όπου επί πολλούς αιώνες οι Αρχιθύται των αρχαίων θεών θυσίαζαν στα είδωλα, ο Αρχιθύτης της ορθόδοξης, χριστιανικής θρησκείας θύει, πλέον, στο μόνο, αληθινό θεό. Πόσο ωραία, αλήθεια, κοσμεί τη επιτύμβια στήλη του Ιωακείμ η συμβολικά χρησιμοποιούμενη αρχαία, αυτή, ελληνική λέξη σ’ ένα ποιητικό τετράστιχο που μας χάρισε η γη της αλησμόνητης πατρίδας!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαλσαμίδη Πασχάλη, Η Μητρόπολη Μυριοφύτου και περιστάσεως από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1924, έκδοση 1996 – Θεσσαλονίκη.
Γεδεών Μανουήλ, Μνήμη Γανοχώρων, έκδοση 1913 - Κωνσταντινούπολη.
H. LiddelR. Scott, Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, λέξη «θύτης».
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

ΗΜΕΡΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ   ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ: ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ – 17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1941.
(Το κείμενό μου αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα 'ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ" της Καβάλας, τον Οκτώβριο του 2014).

Την εθνική ανάταση και την απέραντη χαρά, που εδώ και δυο μήνες φέρνουν στις ψυχές όλων των Ελλήνων, όπου γης, τα υπέροχα έργα τέχνης που καθημερινά αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη, στον μεγάλο, μακεδονικό τύμβο της Μεσολακκιάς Σερρών, έρχομαι να διακόψω για λίγο σήμερα, με το μικρό αυτό πόνημά μου, γιατί πιστεύω πως η ευκαιρία που έδωσε το σπουδαίο αυτό μνημείο σ’ όλους μας, να σκύψουμε πάνω από την ιστορία και τη μυθολογία του τόπου μας, δεν πρέπει να κατευθύνεται επιλεκτικά μόνο στις ευτυχείς ή στις ένδοξες στιγμές αυτής της ιστορίας, αλλά να κοιτάζει, με το ίδιο ενδιαφέρον, και τις μελανότερες σελίδες της, για να διδάσκεται απ’ αυτές και να προφυλάσσει τις μελλοντικές γενιές από τις κακοτοπιές. Και μια τέτοια, μελανή σελίδα γράφτηκε σε δύο χωριά, γειτονικά προς την Αμφίπολη, τα Άνω και Κάτω Κερδύλλια, το Σάββατο, 17 Οκτωβρίου του 1941, όταν οι ναζί, Γερμανοί κατακτητές της χώρας μας τέλεσαν εκεί ένα από τα φρικτότερα εγκλήματά τους, την εκτέλεση όλων των ανδρών των δύο χωριών, από την ηλικία των 15 μέχρι και αυτή των 65 ετών, καθώς και αρκετών ξένων, που τυχαία βρίσκονταν στα χωριά.

Αφορμή για την τέλεση αυτού του ειδεχθούς εγκλήματος από τους βάρβαρους κατακτητές, στάθηκε η οργάνωση, στο όρος Κερδύλλιο, στις παρυφές του οποίου βρίσκονταν τα δύο ομώνυμα χωριά, των πρώτων αντιστασιακών πυρήνων του λαού μας, από τους οποίους ο σπουδαιότερος ήταν η οργανωμένη, αντάρτικη ομάδα με τ’ όνομα «ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ» και αρχηγό τον έφεδρο λοχία Στέργιο Μουδιώτη, από την Ευκαρπία Σερρών και στην συνέχεια τον δάσκαλο Θανάση Γκένιο, γνωστό με το ψευδώνυμο «Λασσάνης», από την Ηράκλεια Σερρών, η οποία έφθασε ν’ αριθμεί 75 μέλη. Η ομάδα αυτή, σε συνεργασία με μια δεύτερη, αντάρτικη ομάδα, με τ’ όνομα «ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ», που είχε οργανωθεί στην περιοχή του Κιλκίς κι είχε αρχηγό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Χρήστο Μόσχο, από την Άθυτο Χαλκιδικής, επιτέθηκαν, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941, στο Αστυνομικό Τμήμα της Ευκαρπίας Σερρών και απέσπασαν τον οπλισμό που ήταν εκεί αποθηκευμένος.
Οι ενέργειες και οι δραστηριότητες των αντάρτικων ομάδων του Κερδυλλίου όρους εξαγρίωσαν τους Γερμανούς, (υπό την κατοχή των οποίων βρισκόταν, από την είσοδό τους στο ελληνικό έδαφος, η πέραν του Στρυμόνα ποταμού Ελλάδα, ενώ η εδώθε του ποταμού Ανατολική Μακεδονία και Θράκης βρέθηκε υπό την κατοχή ακόμη πιο αιμοβόρων κατακτητών, των Βουλγάρων εθνικιστών), οι οποίοι, ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου του 1941 πύκνωσαν τις «επισκέψεις» στους στα δύο μαρτυρικά χωριά, απειλώντας, συλλαμβάνοντας υπόπτους και προσπαθώντας να κάμψουν το πατριωτικό φρόνημα του πληθυσμού.
Την Κυριακή, 12 Οκτωβρίου του 1941, οι Γερμανοί βρέθηκαν στα Άνω Κερδύλλια, προμηνύοντας, ήδη από τότε, (χωρίς, όμως, τότε, κανείς να μπορεί να το φανταστεί), την τραγική κατάληξη των συχνών, πλέον, «επισκέψεών» τους. Ο επικεφαλής τους Γερμανός αξιωματικός, στον χώρο των αλωνιών, μίλησε σκληρά προς τους κατοίκους. Τους ζήτησε να παραδώσουν τους αντάρτες που έκρυβαν, διαφορετικά απείλησε ότι θα τους σκοτώσει και θα κάψει τα δύο χωριά. Έβαλε, μάλιστα, τον διερμηνέα του να διαβάσει μια κατάσταση ονομάτων, που αφορούσαν αντάρτες, συνεργάτες και τροφοδότες των ανταρτών, διέταξε τους στρατιώτες του κι έκαψαν σπίτια ανταρτών ή συνεργατών τους στα Άνω Κερδύλλια και ορισμένους από αυτούς που είχαν αναγνωσθεί τα ονόματα και βρίσκονταν στο χωριό, τους συνέλαβε και τους οδήγησε στο Σταυρό Χαλκιδικής, όπου είχε την έδρα της η μονάδα του.

Τα χαράματα της Παρασκευής, 16ης Οκτωβρίου του 1941, δύο λόχοι του 220ου Τάγματος Σκαπανέων της Βέρμαχτ, με δύναμη 250 ανδρών, που ήταν υπό τις διαταγές των λοχαγών Βέντλερ και Σραίνερ, μετακινήθηκαν με στρατιωτικά οχήματα από τον Σταυρό προς τα Κερδύλλια. Θέλοντας να αιφνιδιάσουν τους κατοίκους των δύο μαρτυρικών χωριών και να μην τους επιτρέψουν να διαφύγουν προς το Κερδύλλιο όρος, άφησαν τα στρατιωτικά οχήματά μακριά από τους οικισμούς και βάδισαν με τα πόδια, κυκλώνοντας τα δύο χωριά σε τρεις ζώνες, με τρόπο που να μην επιτρέπει τη διαφυγή κανενός. Στη συνέχεια, με φωνές και χτυπήματα στις πόρτες ξύπνησαν όλους τους κατοίκους και τους οδήγησαν στ’ αλώνια. Χώρισαν τα γυναικόπαιδα και με σπρωξιές και βρισιές τα εξώθησαν προς τις γύρω χαράδρες, με κατεύθυνση προς το χωριό Καστρί κι ανέθεσαν σε 2-3 στρατιώτες να τα φρουρούν, ξεχώρισαν τρία παιδιά σε κάθε χωριό, που είχαν ηλικία 14 ετών, ξεχώρισαν επίσης και 17 υπερήλικες γέροντες στα Άνω Κερδύλλια και 7 στα Κάτω Κερδύλλια, που τους έκλεισαν στα κοινοτικά καταστήματα και όλους τους υπόλοιπους άνδρες και παιδιά, που είχαν γεννηθεί από το 1882 μέχρι το 1925, με δεμένα τα χέρια, στα μεν Άνω Κερδύλλια τους οδήγησαν στο αλώνι του Κολυφού, στα δε Κάτω Κερδύλλια τους οδήγησαν στις Περιστεριές, όπου ξεφόρτωσαν κι εκείνους που είχαν κρατούμενους στο Σταυρό από τις 12 Οκτωβρίου και μετά. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό του ότι η κατηγορία σε βάρος των κατοίκων των δύο χωριών ήταν προσχηματική, το γεγονός ότι ανάμεσα στους άνδρες που ετοίμασαν για εκτέλεση, οι Γερμανοί περιέλαβαν και αρκετούς άνδρες από άλλα χωριά, που τυχαία βρίσκονταν στα Κερδύλλια και δεν μπορούσε, φυσικά, ν’ αποδειχθεί ότι είχαν σχέση με τις αντάρτικες ομάδες!

Στις 9 η ώρα το πρωί της 17ης Οκτωβρίου του 1941 μια φωτοβολίδα έδωσε το σύνθημα της διπλής σφαγής, που έγινε ταυτόχρονα στους δύο τόπους εκτέλεσης, αφού προηγούμενα οι μελλοθάνατοι υποχρεώθηκαν να σκάψουν τους δύο ομαδικούς τάφους, μέσα στους οποίους επρόκειτο να θαφτούν σε λίγο οι ίδιοι! Τα πολυβόλα πρώτα κι η χαριστική βολή στη συνέχεια σκόρπισαν τον θάνατο, την καταστροφή και την ερήμωση. Διακόσιοι πέντε (205) άνδρες και των δύο χωριών και είκοσι τέσσερις (24) άνδρες από άλλους τόπους έχασαν τη ζωή τους, οι πρώτοι και ασύγκριτα περισσότεροι μπροστά στα μάτια των δικών τους ανθρώπων. Και σαν να μην έφθασε αυτό, οι «φιλόζωοι» Γερμανοί κατακτητές άνοιξαν τις αυλές των σπιτιών των δύο χωριών κι άφησαν να διαφύγουν τα οικόσιτα ζώα κι αφού πριν τη σφαγή είχαν «επιτρέψει» στα γυναικόπαιδα να μπουν σ’ αυτά και να πάρουν ότι κινητά μπορούσαν να σηκώσουν, στη συνέχεια έκαψαν όλα ανεξαίρετα τα σπίτια, (114 στα Άνω Κερδύλλια και 65 στα Κάτω Κερδύλλια), αφήνοντας άθικτες μόνο τις εκκλησίες, (ήταν, βλέπετε, χριστιανοί!), ενώ υποχρέωσαν τους υπερήλικες κρατούμενους να θάψουν πρόχειρα όλους τους εκτελεσμένους συγγενείς και συγχωριανούς τους!
  
Από τους 205 άνδρες που εκτελέστηκαν στα δύο χωριά, οι 132 εκτελέστηκαν στα Άνω Κερδύλλια και οι 73 στα Κάτω Κερδύλλια. Ανάμεσα σ’ αυτούς βρίσκονταν 6 παιδιά κάτω των 16 ετών, 8 παιδιά 17 ετών και 11 παιδιά 18 ετών, ενώ ενδεικτικό της τρομερής σφαγής και των αβάσταχτων συνεπειών της για όσους (γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους) είχαν την ατυχία να επιζήσουν, ήταν το γεγονός ότι κάθε οικογένεια σχεδόν θρηνούσε αρκετούς νεκρούς, όπως, λ.χ., η οικογένεια Αλβανού (5 νεκρούς), η οικογένεια Βάντη (4 νεκρούς), η οικογένεια Κατσιού (5 νεκρούς), η οικογένεια Κουτλούδη (4 νεκρούς), η οικογένεια Λιόλιου (5 νεκρούς) κλπ.


Από τους 24, εξ άλλου, ξένους, που είχαν την ατυχία να βρεθούν στα δύο χωριά τη μέρα της σφαγής κι εκτελέστηκαν κι αυτοί, 1 καταγόταν από το Αηδονοχώρι Σερρών, 1 από τα Δωμάτια Καβάλας, 2 από την Ευκαρπία Σερρών, 1 από τη Θεσσαλονίκη, 1 από την Καβάλα, 5 από την Κάρυανη Καβάλας, 2 από το Κοκκινόχωμα Καβάλας, 2 από τη Μεσολακκιά Σερρών, 1 από τη Μεγάλη Παναγία Χαλκιδικής, 4 από τον προφήτη Ηλία Κοζάνης, 1 από το Σιτοχώρι Σερρών, 1 από τα Στεφανινά Θεσσαλονίκης και δύο ήταν άγνωστης καταγωγής.


Το «επίσημο ανακοινωθέν» της σφαγής δημοσιεύτηκε από τους κατακτητές στις 2 Νοεμβρίου του 1941, στη ναζιστική εφημερίδα «Νέα Ευρώπη», που εκδιδόταν από συνεργάτες των Ναζί στη Θεσσαλονίκη: «Εις τα βουνά δυτικώς του Στρυμόνος δρα από εβδομάδων μια κουμμουνιστική συμμορία, απαρτιζομένη από κατοίκους των πέριξ χωρίων και επιδιδομένη εις την ληστείαν των πλουσίων χωρικών της περιοχής, όπως προσποριστεί χρηματικά μέσα, εις την σύλληψιν Ελλήνων αστυνομικών, προς αφαίρεση όπλων των και δι’ αυτών τον φόνον Γερμανών στρατιωτών… Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου εδολοφονήθησαν εις θέσιν Λαχανά 2 Γερμανοί στρατιώται και προ ημερών εγένετο απόπειρα εναντίον του γερμανικού στρατού, με αποτέλεσμα τον φόνο δύο Γερμανών ναυτών και τον βαρύ τραυματισμόν ενός άλλου εις Καλόκαστρον. Εν συνεχεία, δια των παρά του γερμανικού στρατού ληφθέντων μέτρων κατεστράφησαν, παρ’ αυτού τα χωρία Άνω και Κάτω Κερδυλλίων, οι κάτοικοι των οποίων αποδεδειγμένως ανήκον εις την εν λόγω συμμορίαν, τροφοδοτούντες και υποστηρίζοντες ταύτην παντοιοτρόπως».

 Η Ελληνική Πολιτεία, πενήντα (50) περίπου χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα και μετά από αναρίθμητες πιέσεις και διαβήματα, εδέησε ν’ αναγνωρίσει τα Κερδύλλια, μαζί με άλλα 28 χωριά, ως μαρτυρικά, με το Προεδρικό Διάταγμα 399/7-12-1988.

Σήμερα τα δύο χωριά είναι εγκαταλειμμένα. Μετά την σφαγή και την πυρπόληση δεν ξανακατοικήθηκαν, γιατί, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα γεννήθηκαν, από τις στάχτες του Ολοκαυτώματος, τα Νέα Κερδύλλια. Μόνο στους τρομερούς τόπους των δύο εκτελέσεων έχουν στηθεί, από τις γυναίκες των δύο χωριών, δύο απέριττα μνημεία, που φιλοξενούν και τα οστά των αδικοσκοτωμένων, ενώ ανάμεσα στα δύο μνημεία έχει στηθεί ένα μεγάλο, αλλά σεμνό και καλαίσθητο μνημείο, με τα ονοματεπώνυμα όλων των πεσόντων, που ατενίζει το Παγγαίο και τον ποταμό Στρυμόνα.

Εβδομήντα (70) χρόνια μετά την ήττα της, η ιδεολογία του φασισμού και του ναζισμού, που τόσο αίμα και τόσο πόνο κόστισε στην ανθρωπότητα, αρχίζει και πάλι να σηκώνει το ανάστημά της, σ’ όλη την Ευρώπη και βέβαια και στη χώρα μας. Άνθρωποι που αγνοούν την ιστορία, .άνθρωποι που δεν μπήκαν στον κόπο να επισκεφθούν τους τόπους εκτέλεσης στα Άνω και Κάτω Κερδύλλια, για να νιώσουν, όπως ένιωσα κι εγώ, ακόμη και σήμερα να πλανιέται εκεί η παγωμάρα του θανάτου, ελκύονται από τα κηρύγματα των ναζιστικών τεράτων και γίνονται θαυμαστές τους, περιφρονώντας και προσβάλλοντας βάναυσα τη μνήμη των εκατοντάδων χιλιάδων αδικοσκοτωμένων Ελλήνων, που το μόνο έγκλημά τους ήταν ότι ήταν Έλληνες!

Η μόνη ασπίδα προστασίας από το μόλυσμα του φασισμού παραμένει, λοιπόν, η ιστορική μνήμη του λαού μας, που πρέπει να την διατηρήσουμε σαν «άφλεκτη βάτο». Γι αυτό προτρέπω όλους τους συμπατριώτες μου, που καθημερινά επισκέπτονται το μεγαλειώδες μνημείο της Μεσολακκιάς, απ’ όπου κι αν έρχονται, να κάνουν μια μικρή παράκαμψη στη διαδρομή τους, να φθάσουν, ταπεινοί προσκυνητές, στ’ απέριττα μνημεία των δύο ερειπωμένων, μαρτυρικών χωριών και να υποσχεθούν στους νεκρούς άνδρες, πως δεν θα επιτρέψουν ποτέ ν ανδρωθεί στην πατρίδα μας ο φασισμός!

(Τις πληροφορίες για να συντάξω το παρόν πόνημα τις πήρα κυρίως από το εξαίρετο έργο «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ», του Γεωργίου Κ. Κυρμέλη, καθώς κι από αναρτήσεις στο διαδίκτυο).

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ