Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

 
ΗΤΑΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, Η ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ  ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1914-1922;
 
Στην εφημερίδα «ΜΝΗΜΗ» του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας δημοσιεύτηκε το παρόν κείμενο, το οποίο είναι σήμερα επίκαιρο, μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας κ. Φίλη.
 
Ο ελληνικός όρος γενοκτονία είναι ταυτόσημος με τον διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο genocide, που προέρχεται από την ελληνική λέξη γένος και το λατινικό ρήμα caedere (=φονεύω). Τόσο ο ελληνικός όσο και ο διεθνής όρος δημιουργήθηκαν επίσημα, (ως όροι του διεθνούς δικαίου), μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα το έτος 1944, από τον Ραφαήλ Λέμκιν, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Γέιλ, των Η.Π.Α. και αναδείχθηκαν λίγο πριν από τη Δίκη της Νυρεμβέργης, κατά των πρωταιτίων της εξολόθρευσης των Εβραίων, καθώς και της εξόντωσης των ευρωπαϊκών λαών πριν και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η γενοκτονία αποτέλεσε και το κύριο κατηγορητήριο - όρο στη Δίκη αυτή και περιλήφθηκε και στην απόφαση του Δικαστηρίου.
Ακολούθησε η ψήφιση, από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., το έτος 1948, της Συνθήκης για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, η οποία αποτελείται από 19 άρθρα και της οποίας τα βασικά στοιχεία ήταν τα εξής: Τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιούν ότι η γενοκτονία, συντελουμένη είτε εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ πολέμου, τυγχάνει έγκλημα διεθνούς δικαίου και αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να προλαμβάνουν και να τιμωρούν τούτο, (άρθρο 1). Γενοκτονία σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις, οι οποίες διαπράττονται με την πρόθεση καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μίας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας ως τέτοιας: α) ανθρωποκτονία μελών της ομάδας, β) πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας, γ) με πρόθεση επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει, δ) επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας, ε) δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα, (άρθρο 2). Επίσης, σε επόμενα άρθρα της Συνθήκης αναφέρονται τα εξής: Οι παρακάτω αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται: α) γενοκτονία, β) συνωμοσία προς διάπραξη γενοκτονίας, γ) άμεσα ή έμμεσα η υποκίνηση διάπραξης γενοκτονίας, δ) απόπειρα διάπραξης γενοκτονίας, ε) συμμετοχή σε γενοκτονία,( άρθρο 3). Τιμωρούνται τα άτομα που συνωμοτούν και πράττουν τα προαναφερόμενα στο άρθρο 3, ανεξαιρέτως αν έδρασαν με συνταγματικότητα, με δημόσια εντολή ή ατομικά, (άρθρο 4). Τα άτομα που διέπραξαν γενοκτονία ή μια οποιαδήποτε από τις άλλες πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 3, θα τιμωρούνται ανεξάρτητα αν είναι μέλη κυβέρνησης, κρατικοί λειτουργοί ή ιδιώτες, (άρθρο 5).  «Τα άτομα που ευθύνονται για πράξη γενοκτονίας ή άλλη πράξη όπως αναφέρεται στο 3ο άρθρο, πρέπει να δικαστούν στη χώρα που έχει διαπραχθεί το αδίκημα ή σε κάποιο διεθνές ποινικό Δικαστήριο που θα γίνει αποδεκτό από τους συμβαλλόμενους, (άρθρο 6).
Το άρθρο 6, εξ άλλου, του Καταστατικού του Διεθνούς, Ποινικού Δικαστηρίου, υιοθετώντας αυτολεξεί την αντίστοιχη διάταξη της Σύμβασης για τη Γενοκτονία του 1948, όρισε ως γενοκτονία οποιαδήποτε από τις πράξεις του άρθρου  2 της Διεθνούς Σύμβασης, η οποία διαπράττεται με πρόθεση την ολική ή μερική καταστροφή μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας ως τέτοιας.
Με τον όρο γενοκτονία, ως εκ τούτου, αποδόθηκε η από τους αρχαιότατους χρόνους υφιστάμενη έννοια (και, ακριβέστερα, ένα από τα αρχαιότερα μαζικά εγκλήματα), που συνίσταται στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο.
Σύμφωνα με την  ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων Διεθνούς Δικαίου από την επιστημονική Θεωρία κι από τη Νομολογία του Διεθνούς, Ποινικού Δικαστηρίου, (περιπτώσεις πρώην Γιουγκοσλαβίας, Ρουάντας κλπ.), η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της γενοκτονίας αποτελείται, όπως και κάθε εγκλήματος, από την αντικειμενική κι από την υποκειμενική υπόστασή του.
Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πληρούται με την τέλεση έστω και μιας από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης πράξεις (ή παραλείψεις). Η γενοκτονία, δηλαδή, από την άποψη της αντικειμενικής της υπόστασης, μπορεί να επιδιωχθεί, είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή και ενός μέρους εκ των μελών μιας ολόκληρης εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα), μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της. Στα βίαια αυτά μέσα περιλαμβάνονται και μέτρα απαγορευτικά των εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων, προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της καταδιωκόμενης ομάδας, με βέβαιη την, δια της παρόδου του χρόνου, απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματός της. Γίνεται, εξ άλλου, αντιληπτό ότι θύματα της γενοκτονίας είναι τα μέλη μιας από τις πιο πάνω ομάδες υπό την ιδιότητά τους ακριβώς αυτήν, δηλαδή του μέλους της ομάδας και σε καμιά περίπτωση υπό την ιδιότητά τους, ως απλών ιδιωτών, ενώ η ίδια η ομάδα, στην οποία στοχεύει το συγκεκριμένο έγκλημα, πρέπει ν’ αποτελείται από άμαχο πληθυσμό ή από πρόσωπα εν γένει που δεν εμπλέκονται στις εχθροπραξίες, (έτσι, λ.χ., δεν εμπίπτει στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος η εξόντωση στρατιωτών στη διάρκεια εχθροπραξιών, ενώ εμπίπτει η εξόντωση των τελευταίων, όταν αποτελούν στόχο του εγκλήματος ενώ βρίσκονται εκτός των πεδίων των μαχών ή εφόσον έχουν λάβει την ιδιότητα του άμαχου).
Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της γενοκτονίας, (η οποία αποτελεί και την εγγενή αδυναμία της έννοιας κι έχει, κατά τα τελευταία χρόνια, προκαλέσει αρκετές φορές διάσταση απόψεων),  συνίσταται στην πρόθεση τέλεσης του εγκλήματος της γενοκτονίας, δηλαδή τέλεσης οποιασδήποτε (ή συνδυασμού) από τις πράξεις του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης, χωρίς η ιδιότητα του θύτη ν’ αποτελεί συστατικό στοιχείο της νομοτυπικής μορφής του συγκεκριμένου εγκλήματος.
Μετά την πιο πάνω σύντομη, νομική ανάλυση των στοιχείων του συγκεκριμένου εγκλήματος του Διεθνούς, ποινικού Δικαίου κι αφού επισημάνω ότι, δεδομένου πως η Διεθνής Σύμβαση του Ο.Η.Ε., του έτους 1948, για τη γενοκτονία, δεν έχει αναδρομική ισχύ, δεν τίθεται καν ζήτημα εφαρμογής της, από τυπική, νομική άποψη, στην περίπτωση των εγκλημάτων των Νεοτούρκων σε βάρος των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας, μένει να εξεταστεί, εν τούτοις, κατά πόσον τα στοιχεία του συγκεκριμένου εγκλήματος υπήρξαν στην περίπτωση των διώξεων ολόκληρου του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας απλό τους Νεότουρκους, ούτως ώστε να μπορούν αυτές οι διώξεις να στιγματιστούν αναδρομικά τουλάχιστον από ηθική άποψη και να παράσχουν στους λαούς του πλανήτη τη δυνατότητα να τις καταδικάσουν, (λ.χ. με ψηφίσματα των Κοινοβουλίων τους κλπ.):
Κατ’ αρχάς είναι εξεταστέο, αν στο πρόσωπο των Αρχών που διαδέχθηκαν τους Οθωμανούς υπήρξε η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της γενοκτονίας, αν, δηλαδή, οι εν λόγω Αρχές είχαν την πρόθεση τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος: Η απάντηση είναι θετική και προκύπτει από τα εξής στοιχεία, (τα οποία, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, δεν είναι καν αναγκαίο ν’ αποδεικνύονται μ’ έγγραφα): Από τότε που οι Νεότουρκοι ανέλαβαν την εξουσία στο χώρο της Μικράς Ασίας, ξεκίνησαν, έχοντας ως συμβούλους «λαμπρούς» εκπροσώπους του γερμανικού έθνους, (αυτού του ίδιου έθνους που λίγο αργότερα θα τελούσε τη μεγαλύτερη γενοκτονία στην ιστορία της ανθρωπότητας), μία συστηματική διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών (και όχι μόνο, αλλά όλων των χριστιανικών, εν γένει) πληθυσμών που διαβιούσαν εκεί από χιλιάδες χρόνια. Τη σχετική απόφαση πήραν οι Νεότουρκοι το 1911, στο συνέδριό τους στη Θεσσαλονίκη, την εφάρμοσαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και την ολοκλήρωσαν με τον Μούσταφα Κεμάλ ( 1919 - 1923). Η λήψη, εξ άλλου, της πιο πάνω απόφασης από αυτό τούτο το Συνέδριο των Νεοτούρκων αποδεικνύει, (διαψεύδοντας τον μέχρι σήμερα προβαλλόμενο από το Τουρκικό κράτος ισχυρισμό ότι οι σφαγές κι οι διώξεις είχαν αποσπασματικό και μη εκπορευόμενο από τη κεντρική Διοίκηση χαρακτήρα), ότι υπήρξε κεντρικός σχεδιασμός της μουσουλμανοποίησης της Μικράς Ασίας, με τη φυσική εξόντωση, άλλως τον εξαναγκασμό σε απομάκρυνση από τη Μικρά Ασία, των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της τελευταίας. Πέραν των ανωτέρω, άλλωστε, η υπ’ αρ. 5 Διαταγή του Νουρεντίν Πασά, της 3ης Σεπτεμβρίου του 1922, που είχε περιεχόμενο αντίστοιχο με τις διαταγές των ετών 1915-1916, που προκάλεσαν τη γενοκτονία τωβν Αρμενίων, καθώς και οι ήδη από το 1916 αρξάμενες αναφορές προξένων και διπλωματών της Αυστρίας, για διαταγή του Rajet Bey προς τις ένοπλες δυνάμεις, «να σκοτώνουν κάθε Έλληνα που θα βλέπουν» ή ότι αυτό «που έγινε στους Αρμένιους επαναλαμβάνεται και στους Έλληνες», δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ύπαρξης πρόθεσης γενοκτονίας στο σύνολο των Τουρκικών Αρχών, των ετών 1911-1922.
Ακολούθως εξεταστέον τυγχάνει, αν πληρώθηκε η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της γενοκτονίας σε βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Η απάντηση είναι κι εδώ θετική: Ναι, το έγκλημα τελέστηκε και μάλιστα με περισσότερους του ενός τρόπους, από αυτούς που περιγράφονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης. η δε εκτέλεσή του άρχισε με την επιστράτευση όλων των Ελλήνων ηλικίας από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους σε τάγματα εργασίας, με σκοπό (και αυτονόητο αποτέλεσμα) τη μαζική θανάτωσή τους και με την απαγόρευση του δικαιώματος των μεν Ελλήνων ν’ ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους, των δε μουσουλμάνων, να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες, υπό την απειλή τιμωρίας από τις στρατιωτικές Αρχές. Ακολούθησε η συστηματική εξόντωση των ηγετών των Ελλήνων, η σύλληψη και η σφαγή των σωματικά ικανών ανδρών, οι επιθέσεις, από ορδές Τούρκων, σε βάρος των ελληνικών χωριών, που συνοδεύονταν από κλοπές, φόνους, αρπαγές νέων κοριτσιών, κακοποιήσεις κλπ., (α’ και β΄ περιπτώσεις του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης) και κύρια η μαζική, συστηματική εκτόπιση των γυναικών, των παιδιών, των ανδρών (άρρωστοι, ανάπηροι, γέροντες) όλων ανεξαίρετα των ελληνικών οικισμών, από τις προαιώνιες εστίες τους σε μακρόχρονες, επίπονες και οδυνηρές πορείες θανάτου, (γ’ περίπτωση του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβασης). Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έγιναν οι εκτοπίσεις ήταν τόσο σκληρές, ώστε αυτοί που έφτασαν στον τελικό προορισμό τους, ήταν ελάχιστοι. Ο άμαχος πληθυσμός των ελληνικών περιοχών υποχρεωνόταν σε πολυήμερες ή  και πολύμηνες, εξοντωτικές πορείας προς άγνωστη κατεύθυνση, στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, τις οποίες περιέγραφε με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο μια έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, με ημερομηνία τον Ιούνιο του 1915: «Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ' αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα ...»
Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες και κύρια οι μαζικές εκτοπίσεις των πληθυσμών εκατοντάδων ελληνικών χωριών συνεχίστηκαν, με αμείωτη ένταση, και μετά το έτος 1919. Στις πόλεις του Πόντου στήνονταν τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδίκαζαν κι εκτελούσαν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού.
Όλη αυτή η κρατική, τουρκική συμπεριφορά εξανάγκασε, ήδη από πολύ νωρίς, κι όσους Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν γλυτώσει από τη γενοκτονία, να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα και σε πλήθος άλλων χωρών, κατά τρόπον ώστε, μετά και τη Συνθήκη της Λωζάνης, από τα εκατομμύρια των Ελλήνων της Μικράς Ασίας να μην υπάρχει σήμερα ούτε ένα άτομο μ’ ελληνική, εθνική συνείδηση, που να κατοικεί στον χώρο της τελευταίας!
Είναι, ως εκ τούτου, προφανές, ότι η φυσική εξόντωση, η εξαφάνιση και ο εξαναγκασμός των Ελλήνων και εν γένει όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας σε αναγκαστική απομάκρυνση από τις προαιώνιες εστίες τους, (ανταλλαγή πληθυσμών), αποτελούν εκφάνσεις και μεθόδους ενός και του αυτού, άριστα και κεντρικά μελετημένου σχεδίου εξόντωσης όλων των μειονοτήτων της άλλοτε κραταιάς Αυτοκρατορίας. Ενός σχεδίου που σχηματοποιήθηκε στο συνέδριο των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη, το έτος 1911, άρχισε να εφαρμόζεται από το 1914, πάντοτε υπό κεντρική καθοδήγηση κι ολοκληρώθηκε μετά την καταστροφή του 1922, πετυχαίνοντας τον αρχικό σκοπό του, την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών της Μικράς Ασίας  και τον εκτουρκισμό των πληθυσμών που θ’ απέμεναν στην τελευταία, την επίλυση, μ’ άλλα λόγια, του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων.
Υπ’ αυτή την έννοια, οι τουρκικές Αρχές, βοηθούμενες από τον τουρκικό όχλο, στη διάρκεια των ετών 1914-1922 τέλεσαν σε βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, (αλλά και της Ανατολικής Θράκης, αφού, λ.χ., η εκκένωση των ελληνικών πληθυσμών της χερσονήσου της Καλλιπόλεως πριν την απόβαση των συμμάχων σ’ αυτήν και η αναγκαστική εξορία τους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας πληρούσε επίσης τα στοιχεία του), το έγκλημα της γενοκτονίας, υπό την πλήρη, νομοτυπική μορφή του κι εύλογα και δίκαια η Χώρα μας, αφενός μεν με το άρθρο 2 του Ν. 2645/1998 καθιέρωσε την 14η Σεπτεμβρίου, ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό Κράτος, αφετέρου δε απαιτεί από την Τουρκία, ν’ αναγνωρίσει το μεγάλο αυτό έγκλημα, να ζητήσει συγγνώμη γι’ αυτό και να θέσει, έτσι, τις βάσεις για μια ειλικρινή συνεργασία των δύο γειτονικών λαών, (Ελλήνων και Τούρκων), που μόνο οφέλη θα τους αποφέρει.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ
 
 

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015


Η ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ  ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1807

Τιμώντας την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1940, αντί για οποιονδήποτε επετειακό λόγο, αφιερώνω στην αγαπημένη μου Καβάλα, την πόλη στην οποία γεννήθηκα και στους κατοίκους της το παρακάτω μικρό μέρος από την ιστορική έρευνα που κάνω σε ξενόγλωσσα αρχεία, αναζητώντας ψήγματα από την ιστορία του τόπου μας:
Στην Επιθεώρηση των Ναπολεοντείων Μελετών του έτους 1918 δημοσιεύθηκε το οδοιπορικό του J. J. TROMELIN, με τίτλο «Itinéraire d'un voyage fait dans la Turquie d'Europe, d'après les ordres de Son Excellence le général en chef Marmont, duc de Raguse» (δηλαδή, «οδοιπορικό ενός ταξιδιού που έγινε στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, σύμφωνα με τις διαταγές του Αρχιστράτηγου Marmont, δούκα της Ραγκούζας). Ο Tromelin ήταν Γάλλος στρατιωτικός, ευρισκόμενος στην υπηρεσία του Ναπολέοντα, ο οποίος περιόδευσε σ’ όλη την Ευρωπαϊκή Τουρκία το έτος 1807, καταγράφοντας κυρίως τα στρατιωτικά έργα, τις οχυρές θέσεις, τις στρατιωτικές δυνάμεις και το οδικό δίκτυο των χωρών της βαλκανικής χερσονήσου που ήταν υποταγμένες στο Σουλτάνο. Ο λόγος, εξ άλλου, σύνταξης του οδοιπορικού ήταν η σκέψη που είχε κάνει ο Ναπολέων, να εισβάλλει στη Βαλκανική χερσόνησο και να καταλύσει την οθωμανική κυριαρχία, κάτι, όμως, που τελικά δεν έγινε.
Ιδού το κείμενο που αναφέρεται στην Καβάλα (ήδη ανέβασα το τμήμα εκείνο κειμένου που αφορά το Πράβι, σημερινή Ελευθερούπολη):
«Δυο ώρες από την Πράουστα (ο συγγραφέας εννοεί το Πράβι), αρχίζει κανείς ν’ ανεβαίνει προς τα νοτιοδυτικά, μέσα από μια χαράδρα, από ένα λιθόκτιστο δρόμο πλάτους 12 έως 15 ποδιών (ο συγγραφέας αναφέρεται στις ανηφόρες του Αγίου Σύλλα). Αυτός ο δρόμος συχνά είναι κομμένος από τα νερά. Πρόκειται για το μοναδικό πέρασμα που οδηγεί στη Θράκη, μέσω του στενού περάσματος της Καβάλας (προσοχή: Το όνομα της πόλης είναι γραμμένο με ένα λάμδα!) Αυτός ο δρόμος μπορεί να επιτρέψει κάθε είδους μεταφορά εμπορευμάτων με άμαξες, μετά από μερικές, μικρές επισκευές.

Το έδαφος της χαράδρας είναι πολύ ταλαιπωρημένο και βαθιά χαραγμένο από τα νερά και οι κλίσεις (ανωφέρειες), μολονότι απότομες σε κάποιο σημείο, είναι αρκετά καλά διατηρημένες (διευθετημένες). Μετά από ανάβαση μισής ώρας, κατεβαίνει κανείς, από διαφορετικές, κατάλληλες κατωφέρειες, τον γκρεμό και φθάνει στην Καβάλα σε 3,5 ώρες από την Πράουστα.

Το κάστρο και η πόλη της Καβάλας, με 400 έως 500 οικίες. – Η μικρή πόλη της Καβάλας είναι κτισμένη σε πλεονεκτική θέση, πάνω σ’ έναν υπερυψωμένο βράχο, ο οποίος δεσπόζει από τη μια πλευρά πάνω από τη θάλασσα, ενώ προστατεύει, από την άλλη πλευρά τις στενές κλεισούρες που οδηγούν προς την Θράκη. Η πόλη περιβάλλεται από μια αρχαία, διπλή οχύρωση, στο ψηλότερο σημείο της οποίας βρίσκεται ένας πύργος. Αυτή η οχύρωση, παρ’ όλα αυτά, δεν ελέγχει κάποια υψώματα προς τα ανατολικά. Η πόλη αποτελείται από 400 τουρκικές οικίες, που βρίσκονται μέσα στον οχυρωμένο περίβολό της, ενώ οι Έλληνες κατοικούν έξω από την πόλη, σ’ ένα προάστιο κτισμένο στη βάση των τειχών και είναι ολιγάριθμοι.

Ο πύργος είναι εφοδιασμένος, προς το μέρος της θάλασσας, με μερικά κανόνια. Το νερό φθάνει σ’ αυτόν από ένα υδραγωγείο που κτίστηκε πριν από 100 χρόνια, από έναν Πασά κι έρχεται από απόσταση 120 οργιών, από τα υψώματα που βρίσκονται στα ανατολικά της πόλης, όπου βρίσκεται κι ένας αγωγός (κανάλι) που οδηγεί το νερό, από τα βουνά σ’ αυτό το υδραγωγείο. Έχει δυο σειρές από αψίδες, υψώνεται σε ύψος 100 ποδιών περίπου και είναι κατασκευασμένο εν μέρει με μεγάλους πλίνθους, παρόλο που διασχίζει γρανίτινους βράχους, από τους οποίους είναι σχηματισμένα τα βουνά.

Προς τα βόρεια, τα υψώματα από τα οποία ξεκινάει το νερό, (που διασχίζει τους λόφους, για να φθάσει στην Καβάλα), προστατεύονταν άλλοτε από ένα οχυρωματικό περίβολο, οχυρωμένο με πύργους, των οποίων διακρίνει κανείς τα ερείπια. Αυτοί οι πύργοι σχηματίζουν ένα τόξο κύκλου, από τα βόρεια προς τα νοτιοδυτικά, προκειμένου να καλύψουν τον αγωγό που φέρνει τα νερά στο υδραγωγείο και σχημάτιζαν άλλοτε την αρχαία οδό που οδηγούσε προς την Θράκη κι η οποία ερχόταν να συνδεθεί με την πόλη (δηλ. να εισέλθει στην πόλη) από τα υψώματα που υψώνονται πάνω απ’ αυτήν στα νοτιοανατολικά, πάνω από το υδραγωγείο.

Αυτός ο γκρεμός (βράχος) απέχει περί τις 200 οργιές από την πόλη και ήταν αναγκαίο να τον καταλάβει (κατακτήσει) κάποιος, για να μπορέσει να επιτεθεί (στην πόλη) από αυτή τη θέση ή για της κόψει την παροχή νερού. Αυτός (ο βράχος) ελέγχει επί πλέον και την οδό.

Η Καβάλα δεν διαθέτει παρά έναν όρμο, του οποίου το αγκυροβόλιο είναι καλό. Η πόλη και τα περίχωρά της διοικούνται από έναν άρχοντα (τσορμπατζή), που ονομάζεται Χουσεϊν αγάς κι είναι ο πατέρας του αγά της Πράουστα. Αυτός θα μπορούσε να συγκεντρώσει 2.000 – 3.000 άνδρες από τα πολυάριθμα χωριά των Curd- sallies των περιχώρων οι οποίοι, μαζί με τους Αλβανούς που ασχολούνται με την φρούρηση του πύργου, θα μπορούσαν να υπερασπιστούν αυτό το δύσκολο πέρασμα».

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015


 

ΤΟ ΠΡΑΒΙ (Η ΣΗΜΕΡΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ) ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1807.

Σ’ όλους τους συμπολίτες μου από την Ελευθερούπολη του Δήμου Παγγαίου, (που λεγόταν παλιά Πράβι κι οι κάτοικοί του Πραβινοί), αφιερώνω το παρακάτω μικρό μέρος από την ιστορική έρευνα που κάνω σε ξενόγλωσσα αρχεία, αναζητώντας ψήγματα από την ιστορία του τόπου μας:

Στην Επιθεώρηση των Ναπολεοντείων Μελετών του έτους 1918 δημοσιεύθηκε το οδοιπορικό του  J. J. TROMELIN, με τίτλο «Itinéraire d'un voyage fait dans la Turquie d'Europe, d'après les ordres de Son Excellence le général en chef Marmont, duc de Raguse» (δηλαδή, «οδοιπορικό ενός ταξιδιού που έγινε στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, σύμφωνα με τις διαταγές του Αρχιστράτηγου Marmont, δούκα της Ραγκούζας). Ο Tromelin ήταν Γάλλος στρατιωτικός, ευρισκόμενος στην υπηρεσία του Ναπολέοντα, ο οποίος περιόδευσε σ’ όλη την Ευρωπαϊκή Τουρκία το έτος 1807, καταγράφοντας κυρίως τα στρατιωτικά έργα, τις οχυρές θέσεις, τις στρατιωτικές δυνάμεις και το οδικό δίκτυο των χωρών της βαλκανικής χερσονήσου που ήταν υποταγμένες στο Σουλτάνο. Ο λόγος σύνταξης του οδοιπορικού ήταν η σκέψη που είχε κάνει ο Ναπολέων, να εισβάλλει στη Βαλκανική χερσόνησο και να καταλύσει την οθωμανική κυριαρχία, κάτι, όμως, που τελικά δεν έγινε.

«Η Πράβα ή Πράουστα: 400 οικίες, λίγοι Έλληνες. Η Πράουστα είναι μια μικρή πόλη 400 έως 500 οικιών, της οποίας οι κάτοικοι είναι, ως επί το πλείστον μουσουλμάνοι. Περιβάλλεται από ένα παχύ τείχος, που έχει ύψος 10-12 πόδια και πάχος περίπου 2 ποδιών. Αυτό είναι προφυλαγμένο με τετράγωνους πύργους, σε τακτές αποστάσεις μεταξύ τους, που έχουν επάλξεις για τους πυροβολητές (για τη φρουρά). Αυτό το οικοδομικό σύνολο, που είναι νεόκτιστο, είναι πολύ πιο σημαντικό απ΄ ότι η ίδια η πόλη. Μετά τις αγριότητες που διαπράχθηκαν από τους φημισμένους αρχηγούς των κλεφτών, Ντελί Καντρί και Καρά Φεζί, όλες οι μικρές πόλεις της Ρούμελης προστατεύονται στην πράξη μ’ αυτό τον τρόπο Αυτές οι περιφράξεις (περίβολοι), που έχουν εξέλιξη (ανάπτυξη) πολύ πιο σημαντική απ’ ότι οι ίδιες οι πόλεις, προορίζονται να δέχονται τους κατοίκους των γειτονικών κάμπων. Επειδή δε σ’ αυτές τις επιδρομές οι Τούρκοι δεν φέρνουν ποτέ κανόνια και οι μάχες σ’ αυτές διεξάγονται με σπαθιά και πυροβόλα όπλα (τουφέκια), ένα τέτοιο, απλό τείχος ερεθίζει το νικητή, ο οποίος λεηλατεί και καίει τις περιουσίες του ηττημένου, προτού αποσυρθεί.

Η επαρχία της Πράουστα εξαρτάται (ενν. διοικητικά) από την Καβάλα, η οποία δεν απέχει παρά τρεισήμισι ώρες. Ο Σουσίν αγάς, ο οποίος την διοικεί, έχοντας τον τίτλο του Καπιτζί Μπαγί, είναι γιος του Χουσεϊν αγά Τσορμπατζή, που διοικεί αυτό το κάστρο. Τα γύρω χωριά κατοικούνται από Τούρκους Curd-salies και Salaf-salies. Μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει περισσότερους από 2.000 ενόπλους στην Πράουστα, της οποίας η θέση είναι προνομιακή, γιατί ελέγχει τις εξόδους, από το Ορφανό και τις Σέρρες προς τη πεδιάδα των Φιλίππων, η οποία οδηγεί στην Καβάλα κι από εκεί στην Θράκη.

Υπάρχει κι ένα χυτήριο στην Πράουστα, όπου κατασκευάζουν βλήματα, τα οποία φορτώνουν στην Καβάλα, για τον εφοδιασμό του οθωμανικού στόλου και των οχυρών της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Ο σίδηρος που χρησιμοποιείται σ’ αυτό (το χυτήριο) είναι κακής ποιότητας και ο χυτοσίδηρος είναι, γι’ αυτό τον λόγο, τραχύς και εύθραυστος.

Τα μεταλλεία που εφοδιάζουν αυτά τα χυτήρια βρίσκονται στο Δεσποτικό όρος (ή Ροδόπη), στα βορειοανατολικά της Πράουστα. Μεταφέρονται με μουλάρια από απόσταση 12, 15 έως και 18 λευγών, από την περιοχή του Νευροκοπίου, πάνω από τη Δράμα, καθώς κι από το Σαμάκοβο και το Singel (Τσιγγέλι;), στα βορειοανατολικά του Ντεμίρ Χισάρ (Σιδηροκάστρου). Συναντάει, επίσης, κανείς και πολλά βυρσοδεψεία στην Πράουστα, τα οποία κατασκευάζουν πολύ γερές σόλες από δέρμα βουβαλιού….»

ΘΟΔΩΡΟΣ Δ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

 

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015


ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΩΝ ΠΡΑΒΙΝΩΝ ΟΜΗΡΩΝ

(Η ιστορία ενός ταπεινού παρεκκλησίου στην Ελευθερούπολη – άλλοτε Πράβι - του Παγγαίου, το οποίο σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχει)

 

Ήταν τα πέτρινα χρόνια του 1916-1918 όταν οι Βούλγαροι, σύμμαχοι τότε των Γερμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέλαβαν, για δεύτερη φορά, την μαρτυρική περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, εγκαθιστώντας τη «δεύτερη βουλγαρική κατοχή», όπως αυτή είναι χαραγμένη στις μνήμες των Πραβινών, την πιο σκληρή από όλες τις κατοχές που γνώρισε αυτός ο τόπος.

Στα πλαίσια της εθνοκάθαρσης, που τόσες φορές μέσα στα πλαίσια του «πολιτισμένου» εικοστού αιώνα επιχείρησαν οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία, ειδικά στη μαύρη εκείνη περίοδο της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής, περιλαμβάνονταν κάθε είδους προσπάθειες καταστολής κι εξαφάνισης της Ελληνικής εθνικής συνείδησης, μέσα από τις αγγαρείες και την πείνα του ντόπιου πληθυσμού, την εξαφάνιση των ιστορικών και ληξιαρχικών στοιχείων και αρχείων του, την υποχρεωτική αλλαγή των ονομάτων και τοπωνυμίων κλπ., τίποτε όμως δεν συγκρινόταν με το αποτελεσματικό μέσον της «ομηρίας», δηλαδή της υποχρεωτικής μεταφοράς όλων των νέων Ελλήνων της ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή χώρους αναγκαστικής εργασίας και μαρτυρίου, μέσα στα εδαφικά όρια που κατείχε τότε η Βουλγαρία.

Ανάμεσα σ’ αυτούς τους χώρους μαρτυρίου των νέων του μαρτυρικού αυτού τόπου, του Πραβίου τότε και σήμερα Ελευθερούπολης του Παγγαίου, κυρίαρχη θέση κατείχαν τα στρατόπεδα του Καρνομπάτ και του Κιτσόβου, που βρίσκονταν στην περιοχή των Βιτωλίων της σημερινής Δημοκρατίας των Σκοπίων, την οποία τότε κατείχαν οι Βούλγαροι. Ιδιαίτερα το στρατόπεδο του Κιτσόβου «συμβόλιζε για τη νεολαία του Πραβίου εκείνης της εποχής κάτι μεταξύ Άουσβιτς και Νταχάου». Εκεί οι βουλγαρικές, στρατιωτικές αρχές κατοχής της περιοχής μας μετέφεραν εκατοντάδες Πραβινούς και χιλιάδες ακόμη νέους από την υπόλοιπη ανατολική Μακεδονία, για να δουλεύουν σε λατομεία, καρβουνιάρικα και οχυρωματικά έργα και σε όλες τις βαριές δουλειές. «Εκεί, στοιβαγμένοι μέσα σε παραπήγματα, στάβλους και καλύβες σαν τα ζώα, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, με λιγοστό ψωμί και ένα νεροζούμι από λάχανα ή δημητριακά, χωρίς λάδι φυσικά το μεσημέρι, με άφθονο ξύλο για το παραμικρό και χωρίς θέρμανση τον χειμώνα, χιλιάδες Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας άφησαν την τελευταία τους πνοή μαζί με τα σκελετωμένα τους κορμιά, χωρίς να μπορέσουν να ξαναδούν τους δικούς τους και τις πατρίδες των».

«Το 1918 ήταν το τελευταίο έτος του τρομερού εκείνου, Α’ Παγκόσμιου Πολέμου κι ένα πρωινό οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τα τρομερά στρατόπεδα της ομηρίας, στα οποία «η αναλογία των νεκρών ήταν 18 με έναν επιζώντα, όσο δηλαδή και με τους επιζήσαντες του Άουσβιτς και οι όμηροι, (ελεύθεροι πια), πήραν τον δρόμο κατά τον νοτιά, όπου σε λίγο συνάντησαν τους στρατιώτες της μεραρχίας του στρατηγού Μαζαράκη – Αινιάν και φυσικά την ελευθερία και τη ζωή, που λίγο έλειψε να την χάσουν…»

Οι Πραβινοί όμηροι των τρομερών εκείνων στρατοπέδων, βλέποντας καθημερινά τον θάνατο να παίρνει από δίπλα τους αγαπημένους φίλους, αδελφούς, γιους ή πατέρες, έκαναν ένα τάμα: Όσοι απ’ αυτούς θα γλύτωναν από τη φρίκη της ομηρίας, μετά την απελευθέρωση των ίδιων και της πατρίδας τους, μόλις θα γύριζαν στο αγαπημένο τους Πράβι, (ήδη Ελευθερούπολη), θ’ ανακατασκεύαζαν το ιερό προσκυνητάριο της Αγίας Παρασκευής, που βρισκόταν, από παλιά, δίπλα στο ομώνυμο «Αγίασμα» και που το είχαν κατεδαφίσει οι Βούλγαροι κατακτητές.

Λίγοι ήταν οι «τυχεροί» συμπολίτες μας, που επέστρεψαν στο Πράβι από τα τρομερά στρατόπεδα κι όλοι μαζί, στις 5 Μαΐου του 1920, υπέβαλαν στην Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως την αίτηση, που παραθέτω.

Επρόκειτο για αίτηση «κατοίκων Πραβίου περί ενεργείας εκδόσεως αδείας προς επανέγερσιν του παρεκκλησίου «Αγία Παρασκευή» (Αγίασμα)», στην οποία, αυτοί που την υπέγραφαν, έλεγαν τα εξής: «Κατεδαφισθέντος υπό των Βουλγάρων του παρά τω ομωνύμω Αγιάσματι προσκυνηταρίου «Αγία Παρασκευή» και επιθυμούντες όπως μη εξακολουθήση ούτω να διατελή κατεδαφισμένον, ημείς οι εν Καρνομπάτ- Κιτσόβω όμηροι, μετ’ άλλην συνομήρων μας πάνυ ευγενώς προσφερθέντων, απεφασίσαμεν ομοφώνως να επανεγείρωμεν το ως άνω κατεδαφισμένον προσκυνητάριον ιδίαις ημών δαπάναις», προς τούτο δε ζητούσαν, με την αίτησή τους, από την Ιερά Μητρόπολη, «όπως εν τη αρμοδιότητι αυτής ενεργήση, ό,τι δει, προς την τε έγκρισιν και έκδοσιν της σχετικής αδείας επανεγέρσεως του ως άνω παρεκκλησίου».

Η Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως έκανε δεκτό το αίτημά τους και οι όμηροι, με τα πενιχρά οικονομικά τους μέσα και με πολλή, προσωπική εργασία, ανήγειραν, στη θέση του κατεδαφισθέντος από τους Βουλγάρους προσκυνηταρίου της Αγίας Παρασκευής, ένα νέο προσκυνητάριο, φωτογραφία του οποίου παραθέτω, επίσης, του οποίου τη θέση έλαβε, αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο σημερινός, Ιερός Ναός της Αγίας Παρασκευής.

Στις υπογραφές που συνόδευαν την αίτηση θα δουν αρκετοί σημερινοί Ελευθερουπολίτες τα ονοματεπώνυμα των ευσεβών παππούδων τους, οι οποίοι αφιέρωσαν στο Θεό, που τους έσωσε από τη φρίκη των τρομερών εκείνων στρατοπέδων συγκέντρωσης των Βουλγάρων, την ανέγερση του προσκυνηταρίου της Αγίας Παρασκευής. Θα δουν, έτσι, να υπογράφουν ο Π(αναγιώτης) Παπαευαγγέλου, ο Χριστόδουλος Α. Βακαλόπουλος, ο Ζήσης Βαλαβανίδης, ο Λεκίδης, ο Ευάγγελος Κ. Γοργίας, ο Σωτήριος Σ. Κριτσιανίδας, ο Γεώργιος Αλεξάνδρου, ο Σταύρος Κ. Βουλγαρίδης, ο Νικόλαος και ο Κωνσταντίνος Μπόζης, ο Διονύσιος Βαρέλης, ο αγράμματος Χατζηνάσιος, (αυτός που είχε κατασκευάσει το καμπαναριό του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, δυο – τρεις δεκαετίες νωρίτερα), ενώ δεν είναι αναγνωρίσιμα τα ονοματεπώνυμα κι άλλων Πραβινών, κάτω από την αίτηση αυτή της ευλαβείας.



Για πολλές δεκαετίες, μόνο η προφορική παράδοση διέσωζε στην πόλη μας το τάμα των Πραβινών ομήρων και την υλοποίησή του απ’ αυτούς, μετά την απελευθέρωσή τους από τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Βουλγάρων. Η ευτυχής όμως συγκυρία και κύρια η μέριμνα κι η ευαισθησία των τριών γιων του αγαπητού ιερέα της πόλης μας, π. Δημητρίου Οικονόμου κι εγγονών του αείμνηστου και ηρωικού Μακεδονομάχου, παπα – Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, του Νίκου, του Σπύρου και του Σταύρου Οικονόμου, που διέσωσαν και παρέδωσαν στα Γενικά Αρχεία του κράτους, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα τους, το πολύτιμο, έγγραφο αρχείο του ένδοξου παππού τους, οδήγησαν στην αποκάλυψη της αίτησης των Πραβινών ομήρων, την οποία βλέπετε στη διπλανή στήλη, για να μας θυμίζει, πόσο σημαντική για τη συνέχεια της φυλής μας είναι η εκπλήρωση του χρέους μας προς το Θεό και την πατρίδα.

Προτού ολοκληρώσω αυτό το μικρό κείμενο, σαν ελάχιστη, δική μου προσφορά προς τους σπουδαίους εκείνους, ανώνυμους κι επώνυμους συμπατριώτες μας, που με τη θυσία τους μας επέτρεψαν να ζούμε σήμερα ελεύθεροι και να θεωρούμε σαν κάτι αυτονόητο, (που όμως δεν ήταν καθόλου τέτοιο), αυτή την ελευθερία μας, οφείλω να επισημάνω ότι τα εντός εισαγωγικών κείμενα, καθώς και τις πληροφορίες μου άντλησα από το ιστορικό άρθρο του Πραβινού δικηγόρου και ιστορικού, κ. Ανδρέα Κων. Παπανδρέου, με τίτλο «Στάρετς Λόζελ, ένα ανθρωπόμορφο κτήνος στο στρατόπεδο του Κιτσόβου», το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή ιστορικών αφηγήσεων του κ. Παπανδρέου, με τίτλο «Ιστορίες από πολέμους και κατοχές», την οποία εξέδωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ελευθερούπολης και να μνημονεύσω τον αείμνηστο αυτόν συμπατριώτη μας, για την μεγάλη προσφορά του στη διάσωση της ιστορικής μνήμης του τόπου μας.

      ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

 

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015


        Η ΚΑΡΥΑΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ: ΛΙΓΑ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΚΡΑΙΩΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ

 

Κτισμένη πλάι στις τελευταίες, δυτικές πλαγιές του Συμβόλου όρους, πολύ κοντά στο Παγγαίο και στις εκβολές του Στρυμόνα ποταμού, η Καρυανή ή Κάρυανη, όπως επικράτησε να λέγεται στη νεώτερη ελληνική γλώσσα, αποτελεί έναν οικισμό κατοικημένο από Έλληνες, που οι απαρχές της ιστορίας του χάνονται πίσω στους αιώνες.

Στην περιοχή του χωριού εντοπίστηκαν σαφή ίχνη παλαιολιθικής εγκατάστασης, (πριν το 10.000 π.Χ.), μεταξύ άλλων και στην Ακρόπολη του αρχαίου Πιερικού πολίσματος του Φάγρητα, που βρίσκεται στο λόφο «Κανόνι», ο οποίος υψώνεται πάνω και αριστερά από το Ορφάνι, για όποιον πηγαίνει εκεί από τη Γαληψό.

Στη νεολιθική περίοδο (μετά το 7.000 π.Χ.) και μέχρι και την ύστερη εποχή του χαλκού, ανάμεσα στους 31 γνωστούς οικισμούς της Ανατολικής Μακεδονίας, (στους οποίους περιλαμβάνονται και κατοικημένα σπήλαια), περιλαμβανόταν και ο οικισμός που υπήρχε στο λόφο της αρχαίας Γαληψού, ο οποίος βρίσκεται την παραλιακή Εγνατία οδό, στη θέση «Αειδαρόκαστρο», καθώς και ­σε χαμηλό σημείο του Ακροποτάμου.

Πολύ αργότερα, πολύ πριν όμως από την εποχή του Ομήρου οι Θράκες, το μεγαλύτερο, σύμφωνα με τον Στράβωνα, γνωστό φύλο της αρχαιότητας, έφθαναν ακόμη μέχρι τον Όλυμπο και την Χαλκιδική κι έσπευσαν να βοηθήσουν τους Τρώες στον Τρωικό Πόλεμο. Συνεπώς, αυτοί κατείχαν κι ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή και κατά συνέπεια και το Παγγαίο, που μέχρι την εποχή του βασιλέως των Μακεδόνων Φιλίππου του Β' εθεωρείτο Θράκη.

Γύρω στον 750 π.Χ. τα δύο σπουδαιότερα θρακικά φύλα, που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στα δρώμενα του Παγγαίου στους ιστορικούς χρόνους, οι Ηδώνες ή Ηδωνοί και οι Πίερες, κατοικούσαν ακόμη στις προγονικές εστίες τους, οι πρώτοι στην πέραν του Στρυμόνος Μυγδονία, (αλλά και βόρεια του Παγγαίου και στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής και στη Θάσο)  και οι δεύτεροι στους πρόποδες του Ολύμπου, την μέχρι και σήμερα καλούμενη Πιερία. Ήδη όμως από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά εκδιώκονται από τους πρώτους Μακεδόνες βασιλείς, οι μεν Πίερες από τον Περδίκα τον 1ο, οι δε Ηδώνες ή Ηδωνοί από τον Αλέξανδρο τον 1ο κι αναγκάζονται να μετακινηθούν στην εδώθε του Στρυμόνος περιοχή και να εγκατασταθούν, οι μεν Πίερες στην νότια του Παγγαίου εκτεινόμενη Πιερία Κοιλάδα, ανατολικά μέχρι την σημερινή Ελευθερούπολη και νότια μέχρι και την θάλασσα, που πήρε έκτοτε το όνομά τους και ονομάστηκε Πιερικός Κόλπος, ενώ ο Θουκυδίδης μας λέει ότι στην καινούργια πατρίδα τους κατοίκησαν τον Φάγρητα και άλλα χωρία, οι δε Ηδώνες στην κάτω κοιλάδα του Στρυμόνα και στο βορειοδυτικό Παγγαίο. Κι άλλα όμως θρακικά φύλα κατοικούσαν πάνω και γύρω από το Παγγαίο, πολύ πριν έλθουν οι Ηδώνες και οι Πίερες. Ήταν οι Σάτρες, που ζούσαν στις κορυφές του, οι Οδόμαντες, οι Παναίοι, οι Δερσαίοι, που ζούσαν στα βόρειά του και άλλοι.

Κάνω ένα ιστορικό άλμα κι επανέρχομαι στην απώτερη αρχαιότητα, για να επισημάνω ότι ήδη από τη νεολιθική εποχή και την εποχή του χαλκού, αλλά κύρια κατά την εποχή του σιδήρου, το νησί της Θάσου συνδεόταν πολιτιστικά με τους προϊστορικούς οικισμούς της απέναντι ακτής, όπως τον οικισμό του Ακροποτάμου, της αρχαίας Γαληψού, του Ντικιλί τάς, των Σιταγρών κ.λ.π. Στους τελευταίους αιώνες αυτής της περιόδου και ειδικότερα πριν τον 7ο αιώνα π.Χ., οπότε στην Θάσο κατοικούσαν θρακικά φύλα και φοίνικες άποικοι, οι σχέσεις τους με την απέναντι ακτή είναι βέβαιες και μέχρι το πρώτο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα όλοι αυτοί εκμεταλλεύονται μόνοι τους κι ελεύθερα τα μεταλλεία της Σκαπτής Υλης στη περιοχή του Παγγαίου, (ή, κατά νεώτερους ιστορικούς, στην περιοχή των βουνών της Λεκάνης).

Στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. και μετά τον αποικισμό της Θάσου από Παρίους, Πάριοι και Θάσιοι από κοινού εμφανίζονται στην απέναντι της Θάσου ακτή, έχοντας στο μάτι τους κυρίως τον πλούτο των μεταλλευμάτων του Παγγαίου, αποικίζουν ολόκληρη την ακτή αυτή, που την ονομάζουν Θασίων Ηπειρο ή Περαία και ιδρύουν, γύρω στα 650 π.Χ. τη Νεάπολη, τη σημερινή Καβάλα, ενώ σιγά – σιγά και ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. ολοκληρώνουν τα Θασίων Εμπόρια, δηλαδή τους παραλιακούς οχυρούς οικισμούς -αποικίες τους, κτισμένα πάνω σε θέσεις παλαιότερων οικισμών, εν πολλοίς θρακικής προελεύσεως. Τέτοια εμπόρια, που εξελίχθηκαν σε πραγματικές πόλεις - κράτη και βρίσκονταν στην παραλία απ’ όπου διέρχεται η σημερινή Εθνική Οδός Καβάλας – Θεσσαλονίκης, ήταν η Γαληψός, η Απολλωνία και η Οισύμη, αλλά και η πιερική πόλη Φάγρης, στη θέση του λόφου Κανόνι στο σημερινό χωριό Ορφάνι κι άλλοι ανώνυμοι οικισμοί, ένας από τους οποίους πιστεύω ότι ήταν και η Καρυανή, πολύ κοντά στον αρχαίο Φάγρη.

Ο χρυσός και το ασήμι του Παγγαίου όρους εξακολουθούν και στους αιώνες της κλασικής Ελλάδας να τραβούν, σαν μαγνήτες, Έλληνες και βάρβαρους. Οι Πέρσες του Δαρείου και του Ξέρξη, τύραννοι και τυχοδιώκτες όπως ο Αρισταγόρας και ο Ιστιαίος από τη Μίλητο της Μ. Ασίας, Αθηναίοι με τον Κίμωνα και άλλους στρατηγούς τους, αλλά και με τον Άγνωνα, οικιστή της περίφημης αποικίας τους, της Αμφίπολης, οι Μακεδόνες του Φιλίππου και στο τέλος οι Ρωμαίοι του Αντώνιου και του Οκταβιανού (μετέπειτα Αυγούστου)  συνωστίζονται γύρω από το βουνό και θέλουν να βάλουν στο χέρι τους τ’ αμύθητα πλούτη του.

Η Αμφίπολη, η ένδοξη αυτή μεγαλούπολη της περιοχής μας, που η μεγάλη της ιστορία και η φήμη της έκαναν τους ρωμαίους να την σεβαστούν και να την ανακηρύξουν ελεύθερη πόλη, αφήνοντάς την να λειτουργεί αυτόνομα, με την εκκλησία του Δήμου της και τους θεσμούς της, είναι φυσικό να επηρέασε άμεσα τη ζωή της αρχαίας Καρυανής, της οποίας η ιστορία ήταν έκτοτε στενά συνδεδεμένη με τη δική της.
Λίγο δυτικότερα από την Αμφίπολη, σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από τον Στρυμόνα, βρισκόταν η αποικία των κατοίκων ενός άλλου ελληνικού νησιού, της Άνδρου η Άργιλος, η οποία ανασκάπτεται στ’ αριστερά της παλιάς, εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης, μετά τα Κερδύλλια, από Καναδική, Αρχαιολογική Σχολή. Η Άνδρος είχε στην περιοχή της Χαλκιδικής κι άλλες τρεις αποικίες, την Σάνη, την Άκανθο και τα Στάγειρα, πατρίδα του Αριστοτέλη.
Στην εποχή εξ άλλου που ιδρύονται οι παραπάνω ελληνικές αποικίες, πολύ κοντά στην Καρυανή τα τρία σημαντικά Εμπόρια των Θασίων, η Απολλωνία, (που βρισκόταν εκεί περίπου που βρισκόταν αργότερα το Αρβανιτοχώρι), η Γαληψός (στην παραλιακή θέση Αειδαρόκαστρο της αγροτικής περιοχής Ακροποτάμου) και ιδιαίτερα ο Φάγρης, που ανασκάπτεται στο λόφο Κανόνι του Ορφανίου, αποτελούσαν τον άμεσο περίγυρο της Καρυανής και, ασφαλώς, είχαν μαζί της κοινή πορεία στην ιστορία.
Οι λόγοι που ώθησαν ολόκληρους λαούς, πόλεις-κράτη και χιλιάδες τυχοδιώκτες ν’ αγωνίζονται να βάλουν το πόδι τους στην περιοχή μας ήταν ο πλούτος αυτής της περιοχής, με τ’ αγροτικά προϊόντα των εύφορων πεδιάδων της, των Σερρών και των Φιλίππων, που αρδεύονται αντίστοιχα από τους ποταμούς Στρυμόνα και Αγγίτη, τα φημισμένα αμπέλια της, που παρήγαν τον ονομαστό στην αρχαιότητα βίβλινο οίνο, με τ’ απέραντα δάση της, που παρείχαν την περίφημη ναυπηγική ξυλεία, που την αξία της πρώτος διαπιστώνει ο Πέρσης στρατηγός Μεγάβαζος, του οποίου τα λόγια προς τον Πέρση Βασιλέα διέσωσε ο Ηρόδοτος (Ε, 23): Ω βασιλεύ, τί έκανες, που έδωσες το δικαίωμα σ' έναν ικανώτατο και σοφό Ελληνα, (εννοεί τον τύραννο της Μιλήτου Iστιαίο), να κτίσει την Μύρκινο, όπου υπάρχει άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία, ξύλα για κουπιά κι ασήμι!..", την πλούσια πανίδα της ξηράς, της θάλασσας και του ποταμού Στρυμόνα, (στον οποίο μεταξύ άλλων ψάρευαν χέλια, με τη μέθοδο της θόλωσης των νερών)  και κυρίως με τα πολύτιμα μέταλλα του υπεδάφους της.
Αν σ’ όσα προαναφέραμε, προσθέσουμε κι ότι ελάχιστα χιλιόμετρα βορειότερα από την ακρόπολη της Καρυανής διερχόταν στην αρχαιότητα μια από τις σημαντικότερες οδούς των Βαλκανίων, η αρχαία ή κάτω οδός, που ένωνε τις πόλεις της Ελλάδος από τη μια με το Ιόνιο πέλαγος και την Αδριατική κι από την άλλη με την ενδοχώρα της Θράκης και το Βυζάντιο, μια οδός που υπήρχε από την πρώιμη ήδη αρχαιότητα, που την είχαν χρησιμοποιήσει οι Παίονες, οι Βισάλτες, ο μυθικός βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών του Παγγαίου Ρήσος, αλλά και πάμπολλα στρατεύματα, όπως αυτό του Μεγάβαζου κατά την εκστρατεία του κατά των Σιρριοπαιόνων και του Ξέρξη κατά την εκστρατεία του κατά των πόλεων της Ελλάδος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αλλά κι αναρίθμητοι ταξιδιώτες, που μετέφεραν εμπορεύματα και ιδέες, (4) αντιλαμβανόμαστε το ιστορικό, γεωγραφικό και κύρια οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πρέπει να δούμε ενταγμένη την αρχαία Καρυανή και ν’ αρχίσουμε να μιλάμε ειδικότερα γι’ αυτήν, ξεκινώντας από την ετυμολογία του ονόματός της.
Μια εκδοχή αποδίδει το όνομα σε κάποια (ανύπαρκτη) πόλη Καρία, που ήταν χτισμένη κάπου εδώ γύρω, χωρίς όμως να υπάρχει η παραμικρή ιστορική ή αρχαιολογική αναφορά για την ύπαρξή της, μια άλλη στα πουλιά κάργιες, ενώ ο καθηγητής κ. Αθ. Καραθανάσης, στο βιβλίο του «Ο κόλπος του Ορφανού και η περιοχή του», μας πληροφορεί ότι σε ορισμένα λόγια κείμενα του 19ου αιώνα το χωριό εμφανίζεται ως Καραγιάννη και μας αναφέρει πως η τοπική παράδοση υποστηρίζει ότι το όνομα μπορεί να σχετίζεται με κάποιον συνώνυμο κτηματία της περιοχής. Εκείνο όμως που αγνοούν οι πιο πάνω εκδοχές είναι ότι το όνομα της Καρυανής φαίνεται σε χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων κι έγγραφα των Αγιορείτικων Μοναστηριών ήδη από το έτος 1081 μ.Χ. και μάλιστα γραμμένο με ύψιλον, όπως ακριβώς σήμερα, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ παλιότερο από τις σύγχρονες αυτές ερμηνείες του, από τις οποίες αυτή του κτηματία Καραγιάννη αποτελεί, προφανώς, προσπάθεια κάποιων λόγιων Ελλήνων, να εξηγήσουν ένα δυσερμήνευτο ελληνικό όνομα, αγνοώντας όμως τις ιστορικές πηγές. Τι πιστεύω λοιπόν εγώ; Ότι το όνομα του χωριού προήλθε από την ελληνική έξη κάρυον (καρύδι), που έδωσε τ’ όνομά της και στις Καρυές του Αγίου Όρους, που βρίσκονται απέναντι. Γιατί λοιπόν όλες αυτές οι απίθανες εκδοχές κι όχι η προέλευση της ελληνικότατης Καρυανής από τη ρίζα κάρυ- και την αρχαία ελληνική κατάληξη πολλών αρχαίων πόλεων -ανή (π.χ. Αιανή Κοζάνης); 1.
Η αποδεδειγμένη και όχι απλά υποθετική εμφάνιση της Καρυανής στην ελληνική ιστορία ξεκινάει από πολύ νωρίς.
Στα βόρεια του παλιού χωριού υπάρχουν ίχνη από αρχαία ακρόπολη με χαμηλό περιτείχισμα, ενώ στ’ ανατολικά υπάρχουν αρχαία και βυζαντινά ερείπια κτισμάτων.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Nancy της Γαλλίας Paul Perdrizet, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε, ήδη από το 1894 δημοσίευσε ένα επιστημονικό άρθρο του με τίτλο ταξίδι στην Μακεδονία Πρώτη, (εννοώντας το πρώτο από τα τέσσερα κομμάτια της Μακεδονίας, στα οποία είχαν διαιρέσει διοικητικά οι ρωμαίοι την Μακεδονία), ένα κεφάλαιο στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν και στις αρχαίες επιγραφές που είδε ο ίδιος στην παλιά Καρυανή. Ο επιστήμονας, αφού πρώτα ανέφερε ότι η Καρυανή ήταν ένα ελληνικό χωριό, κτισμένο σε μια ορεινή περιοχή, μέσω της οποίας τα νερά της Πιερίας Κοιλάδας σχημάτιζαν δίοδο προς τη θάλασσα, έλεγε στη συνέχεια ότι το χωριό αυτό περιέκλειε αρχαία κατάλοιπα, προερχόμενα, (σύμφωνα με τον ίδιο) από μια αρχαία πόλη που βρισκόταν πιο κοντά στη θάλασσα και πιο ανατολικά και την οποία άλλοι μεν ταύτιζαν με την αρχαία Απολλωνία, ο ίδιος όμως την ταύτιζε με τη Γαληψό, (κι εδώ εννοούσε την αρχαία Γαληψό, που ταυτίστηκε ήδη με το λόφο του Αειδαροκάστρου, που δεσπόζει πάνω από την παραλιακή οδό). Μια πιο προσεκτική, βέβαια παρατήρηση του χώρου δείχνει ότι ο καθηγητής δεν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι τα αρχαία κατάλοιπα της Καρυανής προέρχονταν από τη Γαληψό, γιατί σήμερα γνωρίζουμε ότι γύρω και μέσα στην παλιά Καρυανή υπήρχαν αρχαίες οικιστικές εγκαταστάσεις. Εκείνο όμως που έχει σημασία, είναι τι είδε στην παλιά Καρυανή ο καθηγητής, όταν πέρασε από εκεί πριν το έτος 1894:
Στην οικία κάποιου Χρήστου, γιου του Βασίλη, κοντά στο σχολείο, είδε μια επιγραφή του τέλους του 5ου αιώνα ή των αρχών του 4ου π.Χ. αιώνα, γραμμένη πάνω σε λευκό μάρμαρο. Το τμήμα της που μπορούσε να διαβαστεί έγραφε ΔΙΟΣ ΕΡΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΟ ΚΑΙ ΔΙΟΣ ΚΤΗΣΙΟ, με γράμματα ελληνικά, της ιωνικής διαλέκτου. Ο Ζεύς κτήσιος ήταν ο θεός που προστάτευε κι αύξαινε τα αγαθά, τα προϊόντα και τα γεννήματα του σπιτιού. Την εικόνα του τοποθετούσαν οι αρχαίοι, σύμφωνα με τον Αρποκρατίωνα και τον Αθήναιο, μέσα στα κελάρια τους, ενώ μια επιγραφή από την Καρία της Μ. Ασίας τον κατέτασσε ανάμεσα στους σπιτικούς θεούς, (ενοικίδιοι θεοί), μαζί με τη  θεά Τύχη, που κάνει τις δουλειές να πηγαίνουν καλά και τον Ασκληπιό, που προστατεύει από τις ασθένειες.
Ο Ζεύς έρκειος ήταν ο θεός που προστάτευε το έρκος, δηλαδή την εστία, τη φωτιά, το κέντρο του σπιτιού, όπου η οικογένεια, στην απώτερη αρχαιότητα, πρόσφερε λατρείες στους προγόνους. Ο έρκειος Ζευς είχε το βωμό του στο κέντρο της αυλής των ανακτόρων των μυθολογικών Ελλήνων βασιλιάδων. Όταν έπεσε η Τροία, στο βωμό του ερκείου Διός προσέφυγε ο Πρίαμος για προστασία και πάνω σ’ αυτόν το βωμό τον φόνευσε ο Νεοπτόλεμος ο οποίος, επειδή έκανε ένα τέτοιο ανοσιούργημα, έπρεπε, σύμφωνα με την Πυθία των Δελφών, να πεθάνει πάνω στον ίδιο το βωμό του Απόλλωνα των Δελφών, όπως κι έγινε!
Έτσι, ο έρκειος Ζεύς ήταν ο προστάτης της οικογένειας και της οικιακής θρησκείας, ενώ οι αρχαίοι τον θεωρούσαν και προστάτη ολόκληρης της γενιάς κι όχι μόνο αυτής καθαυτής της οικογένειας. Γνωρίζουμε, εξ άλλου, ότι αυτό το όνομα στο Δία το έδιναν οι Ίωνες, πράγμα που σημαίνει ότι Ίωνες ήταν αυτοί που κατοικούσαν στην Καρυανή στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.
Ο καθηγητής στη συνέχεια είδε στο χωριό μια σειρά από επιτύμβιες στήλες, (νεκρικές επιγραφές) και συγκεκριμένα τις εξής:
Στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, στη βάση της Αγίας Τραπέζης, μια επιτύμβια στήλη που διέσωζε το όνομα κάποιου ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ και του πατέρα του, ΘΗΡΩΝΟΣ.

Εντοιχισμένη αρκετά ψηλά στον τοίχο του σχολείου, είδε μια επιτύμβια στήλη της ελληνιστικής εποχής, σε ωραία, ελληνική γραφή. (Η ζωή, λοιπόν, συνεχίζεται στην Καρυανή και στον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.). Η επιγραφή είναι γραμμένη πάνω σε αναθηματική στήλη, που απεικονίζει καλλωπισμό γυναίκας. Πρόκειται για την ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΙΑ, τη θυγατέρα του ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ.

Στην οικία του Χρήστου Παπαναστάση σωζόταν το πάνω τμήμα από μια όμορφη στήλη με διακοσμητικά φύλλα και ρόδακες, στην οποία σώζονταν μόνο τα γράμματα ΜΕΝ      Η

Στην ίδια οικία υπήρχε άλλο ένα θραύσμα επιγραφής, διακοσμημένης με ρόδακες, με το όνομα κάποιου ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ, ενώ κάτω απ’ αυτό το όνομα υπήρχε άλλο ένα, σβησμένο.

Στην ίδια πάντοτε οικία, μια μικρή στήλη με σχήμα καμπυλωτό, στο εμπρόσθιο μέρος της οποίας υπήρχε η επιγραφή ΝΙΚΟΒΟΥΛΗ ΦΙΛΙΣΚΟΥ ΗΡΩΙΣΣΑ.

Στην ίδια, τέλος, οικία υπήρχε μια τετράγωνη στήλη, στο πάνω μέρος της οποίας, μέσα σ’ ένα βαθουλωτό τετράγωνο υπήρχε ένα δένδρο, τον κορμό του οποίου αγκάλιαζε ένα φίδι, κάτω από το δένδρο υπήρχε ένας βωμός. Γνωρίζουμε αυτό το μοτίβο από τα επιτύμβια ανάγλυφα που αφιέρωναν οι Θράκες του Παγγαίου (και όχι μόνο) στον θράκα Ήρωα ιππέα, ένα θεό του οποίου ένα ιερό ανασκάφηκε πριν χρόνια κοντά στα Κηπιά της Ελευθερούπολης, μόνο που σ’ εκείνα τ’ ανάγλυφα απεικονίζεται και ο ίδιος ο Ήρωας. Στην στήλη στην οποία αναφερόμαστε υπήρχε επιγραφή που έγραφε ΗΓΙΣΙΠΟΛΙΣ – ΠΟΛΕΜΑΡΧΙΔΟΥ – ΑΔΥΜΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥ – ΕΠΙΚΡΑΤΗΣ ΠΟΛΕΜΑΡΧΙΔΟΥ.

Στον τοίχο, εξ άλλου, του νεκροταφείου που υπήρχε γύρω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου βρισκόταν εντοιχισμένη μια ακόμη, λατινική αυτή τη φορά επιγραφή, που αποδεικνύει τη συνέχεια της κατοίκησης της παλιάς Καρυανής και στη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης. 1.

Στην τοποθεσία «Πιθάρι», ένα χιλιόμετρο ανατολικά από το λόφο όπου βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Γαληψού, υπάρχουν ευρήματα ενός αρχαίου οικισμού από την πρώιμη εποχή του σιδήρου. Μέρος του οικισμού κατέστρεψε η διάνοιξη της παραλιακής εθνικής οδού, μια και ο οικισμός εκτεινόταν βόρεια της εν λόγω οδού, όπου είχαν βρεθεί και τάφοι του 6ου π.Χ. αιώνα. Μια χάλκινη πόρπη που βρέθηκε ανάμεσα στα μπάζα της περιοχής το 1974, πρέπει να προήλθε από τάφο της πρώιμης εποχής του σιδήρου, που σχετιζόταν μ’ αυτό τον οικισμό. Επίσης το 1974, κατά τη διάνοιξη της εθνικής οδού, είχαν βρεθεί και τέσσερις τάφοι της αρχαϊκής εποχής, που προέρχονταν από κάποιο ιερό της Δήμητρας, το οποίο διέσχισε η εν λόγω καταστροφική οδός. Ορισμένες πλίνθοι από πωρόλιθο και μάρμαρο, καθώς και κομμάτια από σπασμένα αττικά αγγεία του 6ου αιώνα π.Χ. σχετίζονται με το ιερό αυτό. (2 και 3)

Στην περιοχή «Παλιόκαστρο» αποκαλύφθηκαν αρχαίοι τάφοι, επιτύμβια στήλη και μυκηναϊκά όστρακα. Ειδικά η παρουσία της μυκηναϊκής κεραμικής σε μια περιοχή τόσο μακρινή από τα μυκηναϊκά κέντρα της νότιας και κεντρικής Ελλάδας, δείχνει την ζωηρή εμπορική σχέση της περιοχής με τα κέντρα αυτά 3.

Στη θέση Πύργος της Καρυανής ανακαλύφτηκαν δύο τάφοι της υστερορρωμαϊκής εποχής. Ο πύργος κτίστηκε στην ύστερη βυζαντινή περίοδο και θα μιλήσουμε γι’ αυτόν και στη συνέχεια, όπως κι ο άλλος πύργος, της Απολλωνίας, λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα. 3.

Στη ρωμαϊκή περίοδο η παλιά Καρυανή, η οποία, όπως είδαμε από τα τυχαία αρχαιολογικά ευρήματα, (πόσο μάλλον αν διενεργηθεί και κάποια συστηματική έρευνα και ανασκαφή), υπήρχε οπωσδήποτε ως ένας μικρός οικισμός ενταγμένος, όπως όλη η ανατολική Μακεδονία, στην πρώτη από τις τέσσερις μερίδες της Μακεδονίας, στην ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΠΡΩΤΗ, όπως έγραφαν τα νομίσματα που εκδίδονταν στην Αμφίπολη, η οποία έγινε πρωτεύουσα της Μερίδας. Η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής ήταν μεγάλη και σ’ αυτή την περίοδο, ενώ οι Θάσιοι εξακολουθούσαν, ακόμη και στη ρωμαϊκή εποχή, να διατηρούν υπό στοιχειώδη έλεγχο το ανατολικά της Νεαπόλεως (Καβάλας) εκτεινόμενο τμήμα της Ηπείρου ή Περαίας τους, γνωρίζουμε δε και ότι από τα Εμπόρια των Θασίων ο Φάγρης (που τον αναφέρει ο Στράβων) και η Απολλωνία (που την αναφέρουν ο Στράβων, ο Πλίνιος και ο Πομπώνιος Μέλα), επιβίωσαν και στη ρωμαϊκή εποχή. Άλλωστε, η ανευρεθείσα επιστολή του Ουεινιλούειου Παταίκειου, που μνημονεύει την υποχρέωση των Θασίων να συντηρούν το ανήκον στον τομέα ευθύνης τους τμήμα της Εγνατίας Οδού, δείχνει ότι οι Θάσιοι κατείχαν, πράγματι και στη ρωμαϊκή περίοδο τμήμα της παλιάς Περαίας τους, χωρίς όμως να γνωρίζουμε το είδος της κυριαρχίας που ασκούσαν επ’ αυτής, ενώ, οπωσδήποτε αυτή η Περαία ήταν πια ιδιαίτερα συμπιεσμένη από τη ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων, με την οποία οι Θάσιοι είχαν πάντοτε συνοριακές διαφορές. (7)

Το συμπέρασμά μας είναι ότι η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν κατάφερε σοβαρό πλήγμα στην αστική οργάνωση της παραλιακής ζώνης της Αιγαιακής Θράκης κι έτσι εξηγείται και η παρουσία, στην ίδια την παλιά Καρυανή και την γύρω περιοχή της, υπολειμμάτων από τη ζωή της σ’ εκείνη ακριβώς τη περίοδο. Όπως όμως βλέπουμε πια στις επιγραφές και τις επιτύμβιες στήλες, στους εξελληνισμένους Θράκες και στους Έλληνες που ζούσαν στην περιοχή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, προστέθηκε ένα καινούργιο εθνικό στοιχείο, το ρωμαϊκό, σ’ αυτήν όμως την περιοχή που μας ενδιαφέρει αυτό το στοιχείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν οργανωμένο σε οικιστικές περιοχές, παρά μάλλον σε αγροτικές εγκαταστάσεις, (αγροικίες), που τέτοιες άφθονες ανασκάπτονται τα τελευταία χρόνια στη γύρω περιοχή. Εκείνο όμως που είναι χαρακτηριστικό και δείχνει τη μεγάλη πολιτισμική υπεροχή των Ελλήνων και εξελληνισμένων θρακών της περιοχής, είναι το γεγονός ότι προς το τέλος της ρωμαϊκής εποχής οι κατακτητές ρωμαίοι είχαν πια εξελληνισθεί, μια και οι επιγραφές κι επιτύμβιες στήλες τους είναι και πάλι γραμμένες σ’ ελληνική γλώσσα! (5)

Στη γειτονική Γαληψό αποδόθηκαν κατά καιρούς κάποια ευρήματα από την παλιά Καρυανή. Αναφερόμενοι στη ρωμαϊκή περίοδο, επισημαίνουμε τα εξής ανάγλυφα που δημοσίευσε ο Έφορος Αρχαιοτήτων Καβάλας Γεώργιος Μπακαλάκης, μαζί με τον Γ.Ε. Μυλωνά, σε άρθρο τους με τίτλο «Γαληψός, Θασίων εμπόριον», (6) ως ευρεθέντα μεν στην παλιά Καρυανή, πλην δήθεν προελθόντα από τη Γαληψό, πράγμα που όμως δεν δεχόμαστε, για τους λόγους που ήδη εκθέσαμε, θεωρώντας ότι μάλλον αυτά ανήκαν στην ίδια την αρχαία και στη συνέχεια ρωμαϊκή Καρυανή:

Στην οικία του Ελευθερίου Κ. Καρδαμυλιώτη βρέθηκε ένα επιτύμβιο ανάγλυφο με το γνωστό θέμα των νεκρικών δείπνων, που χρονολογήθηκε στους τελευταίους ρωμαϊκούς χρόνους. Το ανάγλυφο είναι χωρισμένο με ταινία σε δύο τμήματα. Στο κύριο τμήμα υπάρχουν τέσσερις μορφές, ανδρικές και γυναικείες εναλλασσόμενες. Οι γυναίκες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, όχι όμως και οι άνδρες του αναγλύφου, μια κι ο ένας τους είναι νέος, χωρίς γένια, με χιτώνα και ιμάτιο, ενώ ο άλλος είναι ηλικιωμένος. Στο άλλο τμήμα του αναγλύφου υπάρχει το νεκρικό τραπέζι με τρία πόδια, πάνω στο οποίο υπάρχουν καρποί, ενώ γύρω από το τραπέζι έχουμε ένα νεαρό δούλο και μια νεαρή δούλη.

Στην Καρυανή επίσης και στην οικία του Ιωάννη Κατρίτη, σύμφωνα με τους ανωτέρω αρχαιολόγους, βρέθηκε και τμήμα μαρμάρινης λεκάνης, που μπορεί ν’ αναχθεί στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους και φέρει πάνω της την επιγραφή «ΜΕΜΝΗΣΘΑΙ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΡΟΣΕΝΕΓΚΑΝΤΟΣ». (6)

Στη βυζαντινή περίοδο η Καρυανή είναι βέβαιο ότι αποτελεί οικισμό κατοικούμενο από Έλληνες, χαρακτήρα που διατηρεί μέχρι και το τέλος της Οθωμανικής κατάκτησης, με υπερέχοντα πληθυσμιακό στοιχείο το Ελληνικό, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Υπάρχει, κατ’ αρχάς, μια αναφορά ότι στα 1185, κοντά στην Καρυανή οι βυζαντινοί κατατροπώνουν τους Νορμανδούς» (2 και 20), ενώ γνωρίζουμε ότι αυτοί οι τελευταίοι ταλαιπώρησαν ιδιαίτερα την περιοχή, όπως λίγο αργότερα (1196) έκανε κι ο Βούλγαρος τσάρος Ασάν, με τις επιδρομές του. (16).

Στη μεταγενέστερη βυζαντινή περίοδο η αυτοκρατορία ήταν χωρισμένη σε μεγάλες διοικητικές περιφέρειες, τα θέματα, τα οποία, στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας είναι χωρισμένα σε μικρότερα τμήματα, τα κατεπανίκια, (από το όνομα του άρχοντα αυτών, που λεγόταν «κατ’ επάνω»). Η Καρυανή λοιπόν ανήκε στο Θέμα Σερρών και Στρυμόνος, που ιδρύθηκε μεταξύ 809-899 και στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες (μετά το 1261) ανήκε σε μια μικρότερη διοικητική υποδιαίρεση, το κατεπανίκιον της Ποπολίας ή Λυκοσχίσματος.

Ένα σημαντικό μνημείο που σχετίζεται με την Καρυανή αυτή την περίοδο των ύστερων βυζαντινών χρόνων είναι ο «Πύργος της Κάριανης» (και μάλιστα το Κάριανης με γιώτα), που περιγράφεται σε άρθρο του A. Dunn με τίτλο «Byzantine topography at southeastern Macedonia», που δημοσιεύτηκε στον τόμο Μνήμη Λαζαρίδη. Πόλις και Χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη. (7). Ο συγγραφέας, επιφανής βυζαντινολόγος, αναφέρεται προφανώς στον Πύργο της Απολλωνίας, για να πει όμως ότι η κοντινότερη προς αυτόν βυζαντινή εγκατάσταση είναι η Κάριανη (με γιώτα), που την ονομάζει ο ίδιος και παλιά Καρυανή. Είναι επίσης σημαντικό ότι ο συγγραφέας αναφέρεται σ’ ένα ελληνικό ναυτικό εγχειρίδιο του 16ου αιώνα, στο οποίο ο πύργος της Απολλωνίας αποκαλείται πύργος της Κάριανης.

Πέραν όμως των ανωτέρω, εκείνο που δεν γνώριζε ο συγγραφέας είναι το ότι υπήρχε κι άλλος ένας πύργος, νότια του σημερινού χωριού Καρυανή, κάτω από την παραλιακή εθνική οδό, του οποίου ίχνη υπάρχουν μέχρι σήμερα. Ο πύργος αυτός ερευνήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας το έτος 1966, οπότε χαρακτηρίσθηκε ως βυζαντινός από την αρχαιολόγο κ. Χάϊδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη. (12).

Ο καθηγητής Γ.Κ. Παπάζογλου, εξ άλλου, στο βιβλίο του «Μεταφρασμένα τούρκικα έγγραφα του μετοχίου «Ορφάνη» της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους (1535-1733), Καβάλα 1987, θεωρεί ότι αυτός ο δεύτερος πύργος της παραλίας της Καρυανής είναι ο πύργος του προαναφερθέντος μετοχίου του Αγίου Ιωάννη της ιεράς Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους. (13)

Μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τους οικισμούς και την μορφολογία του Συμβόλου όρους στους τέσσερις τελευταίους αιώνες της βυζαντινής περιόδου είναι τα έγγραφα των Μοναστηριών του Αγίου Όρους, που κατείχαν μεγάλα μοναστηριακά κτήματα πάνω και γύρω από το όρος αυτό, με τους κατοίκους να έχουν τον χαρακτήρα δουλοπαροίκων:

Δύο σημαντικά έγγραφα που ανάγονται στο έτος 1081 μ.Χ. είναι αφενός μεν ένα υποσχετικό, με το οποίο οι μοναχοί της Κοσμιδείου Μονής της Κωνσταντινουπόλεως εγγυούνταν στους μοναχούς της Μονής των Αμαλφιτανών του Αγίου Όρους την κατοχή ενός κτήματος στη περιοχή Πλάτανος των αυτοκρατορικών κτημάτων του Πριναρίου (Συμβόλου) όρους, το οποίο τους είχαν παλιότερα πωλήσει, αφετέρου δε ένα αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του Αλεξίου 1ου Κομνηνού, που επικύρωνε αυτή την κατοχή.

Αυτό το κτήμα λοιπόν, που οι μοναχοί της Κοσμιδείου Μονής της Κωνσταντινούπολης πώλησαν στους μοναχούς της Μονής των Αμαλφιτανών της χερσονήσου του Άθω, «άρχεται από του συνόρου του Πλατάνου (μήπως εννοεί τον Πλατανότοπο;) ένθα και στήλη ίσταται μαρμάρινος, απέρχεται επ’ ανατολάς…… αποδίδωσι (καταλήγει) εις την τούμβαν την επιλεγομένην Ραχώνην, τρέπεται μικρόν προς μεσημβρίαν αριστερά τα δίκαια του Τρεασίου δεξιά τα δίκαια της Βολοβίσδης, (πρόκειται για οικισμούς της περιοχής Ελευθερών – Ελαιοχωρίου), περρά τα λαγγάδια και ακουμβίζει εις τον κατέναντι ράχωνα, κλίνει προς μεσημβρίαν κρατών διόλου τον μεσημβρινόν αέρα ….. περρά τον ποταμόν (εννοεί τον Μαρμαρά) εις το υψηλόν βουνόν, είτα στρέφεται επί δυσμάς κρατών διόλου τον αιγιαλόν και τον δυτικόν αέρα, … είτα στρέφεται επί μεσημβρίαν κρατών τον αυτόν αέρα διόλου κρατών τα μεσονήσια, τα ίσα του μονολίθου, αριστερά τα δίκαια Δοβροβίκειας (Φτέρης) δεξιά δε τα δίκαια Ράμνου και ακουμβίζει εις τον αιγιαλόν εις την μονόλιθον πέτραν, (εννοεί τον βράχο μπροστά στον Πύργο της Απολλωνίας), είτα στρέφεται επί δυσμάς κρατών διόλου τον αιγιαλόν και τον δυτικόν αέρα, είτα στρέφεται επί άρκτον κρατών διόλου τον αρκτικόν αέρα, είτα ανέρχεται εις τον αυχένα και κρατών την ράχην ακουμβίζει εις το μνημείον εν ω ίσταται δρυς, κατέρχεται τα ίσα και εισέρχεται εις τον ξηροπόταμον τον κατερχόμενο από της Καρυάνης, κρατών διόλου τον ξηροπόταμον εών αριστερά τα δίκαια του Πριναρίου δεξιά δε τα δίκαια Αειδαροκάστρου, διέρχεται πλησίον της Καρυάνης και τα πρόποδα του αυτού βουνού και ακουμβίζει άνω της τούμβης όπου εστί και ναός του Σωτήρος Χριστού, είτα κατέρχεται επί ανατολάς και ενούται των ξηροποτάμω τω καταρρέοντι από της Βομπλίανης κλπ. Βλέπετε λοιπόν την Καρυάνη και την Βομπλίανη να υπάρχουν σαν οικισμοί ήδη το έτος 1081 και να συνορεύουν μ’ ένα τεράστιο μοναστηριακό κτήμα, στην περιγραφή του οποίου αναγνωρίζουμε τόσα και τόσα τοπωνύμια, που υπάρχουν μέχρι και σήμερα! Στο ίδιο κείμενο εξ άλλου γίνεται αναφορά σε δύο προηγούμενα χρυσόβουλα, των αυτοκρατόρων Ισαάκιου 1ου Κομνηνού και Νικηφόρου Βοτανειάτη, βάσει των οποίων είχε επικυρωθεί και πάλι η αγορά του μοναστηριακού κτήματος. Εδώ πρέπει επίσης να σημειώσουμε την ύπαρξη, εδώ και χίλια χρόνια, κοντά στην παλιά Καρυανή, Ναού του Σωτήρος Χριστού.

Την ίδια ιδιοκτησία των Αμαλφιτανών μοναχών, που είχε φορολογική ατέλεια και περιλάμβανε και αγρότες με τις οικογένειές τους, συνδεόμενους με το μοναστήρι με μια μορφή ατελούς παροικίας, επικύρωσε αργότερα ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος 2ος, σε χρυσόβουλό του, του έτους 1298, όπου η ιδιοκτησία αυτή αναφέρεται ως «μετόχιον του Αμαλφηνού μετά του ζευγηλατείου αυτού του διακειμένου περί το Λυκόσχισμα εν τη τοποθεσία τη ούτω πως λεγομένη του Αειδαροκάστρου…» (8) Είναι σαφές ότι πλέον στη Μονή Μεγίστης Λαύρας ανήκε πια το μεγάλο κτήμα που περιγράψαμε, μαζί όμως μ’ ένα γειτονικό κτήμα, αυτό του «Αειδαροκάστρου, της περιοχής του Λυκοσχίσματος», στο οποίο στα 1317 εργάζονται 27 οικογένειες, (14 παροίκων και 13 ελεύθερων γεωργών), που στα 1321 γίνονται 38 ή 39 οικογένειες.

Την ίδια εκείνη εποχή, (αρχές και μέσα του 14ου αιώνα), η Μονή των Ιβήρων του Αγίου Όρους έχει στην ανατολική πλευρά του Θερμοποτάμου, του σημερινού Μαρμαρά, ένα δικό της μεγάλο κτήμα, που συνόρευε με τα κτήματα της Δοβροβίκειας, ήτοι του μεταγενέστερου χωριού Φτέρη κι εκτεινόταν από τον βράχο που βρίσκεται κάτω από τον Πύργο της Απολλωνίας και ανατολικά. (χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού, έτους 1351).

Στα 1394 χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου επικυρώνει την κυριότητα ενός κτήματος της Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, πάλι στο Σύμβολο όρος, που βρισκόταν «κατά το Λυκόσχισμα χωρίον ή Βομπλιανή» και εκτεινόταν «από τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο μέχρι τον Θερμοπόταμο». (9).

Στους αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της ιστορίας της περιοχής ήταν η εγκατάσταση, στην περιοχή του Στρυμόνα, αρχικά ως επιδρομέων και ληστών και πολλούς αιώνες αργότερα, μετά τον εκχριστιανισμό τους, ως μισθοφόρων πολλών βυζαντινών αυτοκρατόρων, των λεγόμενων Στρυμονιτών Σλάβων, ήτοι Σλάβων εγκατεστημένων μόνιμα με τις οικογένειές τους, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό και μετά από αιώνες βλέπουμε στους ονομαστικούς καταλόγους των κατοίκων των χωριών και των μοναστηριακών κτημάτων της περιοχής, κύρια δε της Δοβροβίκειας, (που έχει προφανώς σλαβικό όνομα κι είναι η μεταγενέστερη Φτέρη) και του Οβελού (που είναι το μεταγενέστερο Σαρλή – Κοκκινοχώρι) πολλά σλαβικά ονόματα μελών οικογενειών, των οποίων τα υπόλοιπα μέλη έφεραν ελληνικά ονόματα.

Από πολλά χρόνια πριν, εξ άλλου, έχουν αρχίσει οι βαρβαρικές επιδρομές, αρχικά των Βουλγάρων, επί σειρά αιώνων και αργότερα των Τούρκων, εξ αιτίας των οποίων πολλές φορές τα μεγάλα μοναστηριακά κτήματα ερημώνονται. Ιδιαίτερα όταν άρχισε ο τουρκικός επεκτατισμός, η περιοχή ερημώνεται και καταληστεύεται επανειλημμένα, με αποτέλεσμα η παλιά, μεγάλη ευμάρειά του να μετατραπεί σε απέραντη ερήμωση και φτώχεια. Έτσι, λ.χ., όταν, στα 1342, ο Ιωάννης Καντακουζηνός συμμάχησε με τον Οθωμανό σουλτάνο Ορχάν και του έδωσε μάλιστα για σύζυγο τη θυγατέρα του, ο δυνάστης του Αίδινίου Ουμούρ μπέης ήλθε προς βοήθειά του με στόλο και μαχητές. Τότε, (1337 και 1340) ο πιο πάνω ληστρικός στόλος επέδραμε στην περιοχή του Στρυμόνα και την πρώτη μεν φορά αποκρούστηκε, τη δεύτερη όμως καταλήστεψε τα χωριά και τα κτήματα των Μοναστηριών του Αγίου Όρους. Ασφαλώς αυτή την τύχη είχε τότε και η Καρυανή, μια και τότε καταστράφηκε, μεταξύ άλλων και το Ιβηρίτικο μετόχι του Οβελού (Κοκκινοχωρίου), με την εκκλησία του Γεννεσίου της Θεοτόκου που υπήρχε εντός του. (10).

Στα 1282-1321 ανήλθε στο θρόνο της Σερβίας ο Στέφανος Μιλιούτιν, ο οποίος κατέκτησε την περιοχή των Σερρών και της Χρυσουπόλεως (Τούζλας), καθώς και το λιμάνι του Ορφανού. Αφότου, στη συνέχεια, ο Στέφανος Δουσάν ανέβηκε, στα 1331 στον ίδιο θρόνο, κατέκτησε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας κι αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς και αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας, το κράτος του όμως υπήρξε εφήμερο, αφού οι μεν βυζαντινοί άρχοντες, αδελφοί μέγας στρατοπεδάρχης Αλέξιος και μέγας πριμικίριος Ιωάννης, κατέλαβαν όλα τα παράλια, από την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα, αφήνοντας τους Σέρβους αποκλεισμένους στο εσωτερικό.

Ήδη όμως είχαν πυκνώσει κι οι επιδρομές των Οθωμανών κι απειλούσαν την Μακεδονία, αφότου ιδιαίτερα αυτοί, στα 1361, κατέλαβαν την Ανδριανούπολη και την έκαναν πρωτεύουσα του κράτους τους, με αποκορύφωμα το χρονικό διάστημα 1383-1387, οπότε, έχοντας ως επικεφαλής τον Γαζή Εβρενός μπέη και τον Λάλα Σαχίν, κατέκτησαν και ολόκληρη την περιοχή μας, τις Σέρρες, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη, κατέστρεψαν τα κάστρα της Καβάλας και της Χρυσούπολης (Τούζλας) κι άρχισαν να εγκαθιστούν πολυάριθμους Τουρκομάνους έποικους από τη Μικρά Ασία, κύρια Γιουρούκους και Κονιάριδες.

Στα μέσα του 16ου αιώνα η περιοχή είχε υπαχθεί διοικητικά στην περιφέρεια (ορτά) Πουρνάρ νταγή και τότε παρατηρήθηκε η κάθοδος στην περιοχή Βουλγάρων εργατών και αγροτών, που έρχονταν για να δουλέψουν στην υπηρεσία των Οθωμανών κατακτητών. (21)

Από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά, έμποροι έρχονταν από τη Ραγούζα της Δαλματίας, τη Χίο, τη Βενετία, ακόμη και από την Αίγυπτο, έφθαναν μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα, έμεναν στην περιοχή μέχρι και δύο μήνες, για να πουλήσουν και ν’ αγοράσουν εμπορεύματα, όπως μας πληροφορεί ο Γάλλος βαρώνος Pierre Belon du Mans

Η μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας υπήρξε για την περιοχή ιδιαίτερα επώδυνη. Οι εξισλαμισμοί οδήγησαν μεγάλο μέρος των ελληνικών πληθυσμών στην θρησκευτική πρώτα και στη συνέχεια στην εθνική αφομοίωσή του από τους κατακτητές, μ’ εξαίρεση λίγες νησίδες Ελληνισμού, που μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνικό χαρακτήρα των κατοίκων τους. Τέτοιες νησίδες ήταν τα ντόπια χωριά της επαρχίας Παγγαίου, η Νικήσιανη, η Μεσωρόπη, η Φτέρη, το Μυρτόφυτο (Ντρέζνα), η Καρυανή, το Ποδοχώρι κλπ.

Η Καρυανή παρέμεινε στην σκοτεινή αυτή και μακραίωνη περίοδο ένα Ελληνικό χωριό, στη γειτονιά του οποίου σημαντική πόλη και διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της περιοχής υπήρξε το Πράβι, ενώ το Ορφανό (σημερινό Ορφάνι) έγινε ένας σημαντικός οδικός κόμβος και το λιμάνι του Ορφανού ή Τσάγεζι ένα σημαντικό λιμάνι φόρτωσης των προϊόντων της περιοχής, (των περίφημων καπνών και λοιπών αγροτικών προϊόντων, καυσόξυλων και οικοδομήσιμης ξυλείας, βλημάτων που κατασκευάζονταν στο εργοστάσιο που οι Οθωμανοί διατηρούσαν στο Πράβι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα και που τον σίδηρο έπαιρναν από το Σύμβολο όρος, εξ ου και το όνομα του χωριού Σιδηροχώρι κλπ.) Από το λιμάνι αυτό η Πύλη παίρνει σε είδος και την δεκάτη, τον φόρο δηλαδή των ραγιάδων από ολόκληρη την περιοχή, των Σερρών συμπεριλαμβανομένων. Επίσης εδώ αξίζει να μνημονεύσουμε και το μετόχι του Αγίου Ιωάννη, που η Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους διατηρούσε στην περιοχή του Ορφανίου.

Ας πούμε όμως λίγα λόγια γι’ αυτά τα τρία, γειτονικά στην Καρυανή, σημεία ανάπτυξης της περιοχής στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας:

Το Ορφανό ήταν, όπως είπαμε ένας σημαντικός οδικός κόμβος, κτισμένο πάνω στην αρχαία ή κάτω οδό, που εξακολουθούσε ν’ αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική οδό που ένωνε την Ευρώπη με την Οθωμανική πρωτεύουσα. Αναφέρεται απ’ όλους τους περιηγητές και το κατοικούσαν Κονιάριδες, (απόγονοι των Τούρκων κατακτητών, πιθανά από το Ικόνιο της Μ. Ασίας) και Γιουρούκοι.

Το 1591 πέρασε από το Ορφανό ο Βενετός Gabrielle Cavazza, πηγαίνοντας στην  Κωνσταντινούπολη. Είδε το Ορφάνι που ήταν μια πολίχνη, αλλά ήταν ήδη έδρα καδή, ενώ είχε και δύο καραβάν – σεράγια, καθώς και αλυκές στην παραλία του. (21)

Στα τέλη του 16ου αιώνα ήταν ένα σημαντικό οδικό κι εμπορικό κέντρο, με 400 οικίες Χριστιανών, όπως μας πληροφορεί ένας λόγιος της εποχής, ο Γαβριήλ Καλωνάς ο Κορίνθιος, που περί το 1570-1580 ήταν πατριαρχικός έξαρχος Ορφανού. (21)

Στις αρχές του 17ου αιώνα ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή περιγράφει το Ορκάν ή Ορφάν ως ένα αναδυόμενο εμπορικό κέντρο, με αμπέλια, διώροφα σπίτια, το λιμάνι και τον ωραίο πύργο στην παραλία, που είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει, (προφανώς εδώ εννοούσε τον πύργο της παραλίας της Καρυανής, γιατί ο πύργος της Απολλωνίας δεν είχε, ασφαλώς, σχέση με το λιμάνι του Ορφανού;) Ήταν έδρα βοεβόδα, κεχαγιά (επιμελητή του στρατού), αρχηγού γενιτσάρων, ναϊπη (ιεροδίκη) και είχε μουσουλμάνους προκρίτους. (11, 21)

Στα 1714 ο Paul Lucas, στο έργο του  Voyage dans la Grece …, περιγράφει το Ορφάνι σαν μια κωμόπολη με αμπέλια και σπίτια διώροφα, με λιμάνι που είχε κάποια κίνηση, γιατί καράβια μ’ εμπορεύματα μπορούσαν ακόμη τότε ν’ ανεβαίνουν τον Στρυμόνα μέχρι κάποιου σημείου. (11)

Στα 1791 ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Cousinery ιδρύει στο Ορφάνι πρακτορείο του προξενείου του, ενώ περιγράφει μια μεγάλη δασική έκταση, που ξεκινούσε από τη Ρεντίνα κι έφθανε μέχρι τον κόλπο του Ορφανού, γεμάτη με βελανιδιές, πλατάνια κλπ., αναφέρεται δε και στην παραγωγή βαμβακιού.

Το Ορφάνι και η γύρω περιοχή δεν χρωστούσαν όμως την ευημερία τους μόνο στο ότι βρίσκονταν κοντά τη βασική οδική αρτηρία που οδηγούσε από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. Την χρωστούσαν και στο ότι το λιμάνι του Ορφανού ή του Τσάγεζι, όπως αναφέρεται στις πηγές, ήταν ένα σημαντικό λιμάνι, που επί σειρά αιώνων διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην εξαγωγή των προϊόντων της περιοχής και στην εισαγωγή εμπορευμάτων από άλλους τόπους.

Ας πούμε, επίσης, λίγα λόγια και για το μετόχι του Αγίου Ιωάννη, που η Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους διατηρούσε στην περιοχή του Ορφανίου.

Ως μετόχι της μονής Διονυσίου γνωρίζουμε σήμερα ότι προϋπήρχε του 1500, αφού φιρμάνι του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’ (1481-1512) που δόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το 1495, στον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου Άνθιμο, αναφέρει ακριβώς το μετόχι αυτό, που ήταν «χασίκι» κάποιου Ισκεντέρ πασά, (προφανώς αρνησίθρησκου Έλληνα ίσως από την Τραπεζούντα, αφού το Ισκεντέρ είναι το ελληνικό όνομα Αλέξανδρος). (13)

Η παράδοση κάνει λόγο για μετόχι της Μονής Διονυσίου που υπήρχε στην περιοχή Ορφανίου ακόμη νωρίτερα, προελθόν από δωρεά του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Δαυίδ, στον οποίο, όπως γνωρίζουμε, ο Μωάμεθ ο πορθητής, μετά την πτώση της Τραπεζούντας, πρόσφερε μια έκταση στην περιοχή Στρυμόνα και Παγγαίου, η οποία μπορούσε να του αποφέρει ετησίως 300.000 άσπρα, σύμφωνα με τον W. Miller.

Είναι όμως σίγουρο ότι το μετόχι ανήκε στη Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους τουλάχιστον από το 1530 και κατείχε, ως και μετά την απελευθέρωση κι εγκατάσταση στην περιοχή του προσφύγων από τη Μικρά Ασία, περί τα 4.500 – 5.000 στρέμματα γης.

Από χειρόγραφο χρονικό του 1638 έχουμε την πληροφορία ότι το μετόχι του Ορφανίου και το νεώριο (αρσανάς) του στην παραλία της Καρυανής έκτισαν οι Σερραίοι αδελφοί Μανουήλ και Θωμάς.

Στα 1641 το μετόχι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, εξ αιτίας του οποίου έδωσε ένα μέρος της περιουσίας ως «αμανάτι» (ενέχυρο) σε κάποιον Τούρκο της περιοχής, ονόματι Χατζή Μουσταφά αγά, στον οποίο προφανώς όφειλε χρήματα,

στη συνέχεια όμως φαίνεται ότι αυτό ξεπέρασε τα προβλήματά του, αφού στα 1733 τα κτήματά του, το μποστάνι του κι ο πύργος του περιγράφονται ως ανήκοντα σ’ αυτό, σε φιρμάνι του σουλτάνου Μαχμούτ προς τον μποσταντζήμπαση Ομέρ αγά και προς τον ιεροκριτή της Καβάλας. (14)

Μέχρι το 1821 το μετόχι κατείχε όλη του την αρχική έκταση, έκτοτε όμως και μέχρι το 1878 κατείχε πια το 1/3 αυτής. (14)

Το 1878, κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής, το μετόχι με τα κτήματά του καταλήφθηκε αυθαίρετα από Τούρκους μπέηδες, οι οποίοι προηγούμενα κατέσφαξαν όλους τους εκεί αντιπροσώπους της Μονής Διονυσίου. (14)

Κατά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο οι περίοικοι Τούρκοι μπέηδες, επωφεληθέντες από την ανωμαλία,  έδιωξαν τους μοναχούς και κατέλαβαν ολόκληρο το μετόχι, οπότε και πώλησαν σημαντικό μέρος των κτημάτων του. (14)

Υπάρχει όμως κι η άποψη του γέροντα ηγουμένου της Μονής Διονυσίου, του Γαβριήλ, ότι μετά τις ήττες και τις ταπεινώσεις που υπέστησαν οι Τούρκοι της περιοχής από το Νικοτσάρα, μετά την αποχώρησή του επέδραμαν κατά του μετοχίου και τον μεν γέροντα ηγούμενό του, Δανιήλ, κρέμασαν στον μέγα πλάτανο του Ορφανίου, την κινητή περιουσία του άρπαξαν ολόκληρη, τα δε κτήματά του δώρισαν σε δύο οικογένειες μπέηδων από τη Μουσθένη, που είχαν φονευθεί στις μάχες με το Νικοτσάρα. (14)

Το 1912-1913 η Μονή κατέλαβε και πάλι τα κτήματα του μετοχίου, προφανώς με τις ευλογίες της ελληνικής κυβέρνησης και το κατείχε μέχρι το 1930, οπότε η τότε κυβέρνηση θέλησε την περιουσία του να την περιλάβει στις προς διάθεση σε ακτήμονες πρόσφυγες ανταλλάξιμες εκτάσεις κι έτσι άρχισαν μακροί δικαστικοί αγώνες της Μονής με την ελληνική Πολιτεία, για ν’ αποζημιωθεί τελικά η Μονή για 6.000 στρέμματα, παίρνοντας ως αποζημίωση 6.280.000 δρχ. (14)

Στην βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας στα 1915-1917, οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι κατακτητές κατέστρεψαν ολοσχερώς το μετόχι, το οποίο άρχισε ν’ ανοικοδομείται και πάλι τον Μάϊο του 1920, όπως μας πληροφορεί ο αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Διονυσιάτης στον έργο του «καθορισμός των μαχών του Νικοτσάρα το 1806». (15)

Αναφερόμενοι στη συνέχεια στην εκκλησιαστική κατάσταση της Κάρυανης στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής σκόρπια στοιχεία:

Η περιοχή από τη Μεσωρόπη και πέρα, μέχρι το Ορφάνι και την Καρυανή, από τις αρχές του 13ου αιώνα που έχουμε σχετικές πληροφορίες, ανήκε στην πνευματική δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Φιλίππων και όχι σ’ αυτήν του επισκόπου Ελευθερουπόλεως, υπό τον οποίο υπάγεται το 1864. Τούτο προκύπτει α) από την επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ προς τον λατίνο Αρχιεπίσκοπο Φιλίππων Γουλιέλμο, όπου περιγράφονταν τα χωριά που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του, στα οποία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων και το Ορφανό και η Καρυανή και β) από σιγίλλιο του έτους 1618 του Πατριάρχ Τιμόθεου Β’, με το οποίο ενώνονταν πάλι με τη Μητρόπολη Φιλίππων τα πατριαρχικά χωριά, «τον τε Στρυμόνα ποταμόν, την Αμφίπολιν, ήτοι το Μαρμάριον, την Χρυσούπολιν, ήτοι το Ορφάνιον, την Καρίανην, την Μπομπλίανην, το Νεοχώριον, την Ποδογώριανην και το Βοσορόμου. Πριν το 1618 τα χωριά αυτά ανήκαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, σχηματίζοντας την «πατριαρχική εξαρχία Ορφανίου», οπωσδήποτε πριν το έτος 1577, ενώ μετά την ένωσή τους με τη Μητρόπολη Φιλίππων το 1618 επανήλθαν στην εξαρχία που ανήκαν προηγούμενα, πιθανόν μετά το 1626.

Μετά το 1717 η εξαρχία Ορφανίου συγχωνεύεται με την εξαρχία Καβάλας και το 1721 αποδίδεται η τελευταία στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του οποίου παρέμεινε, (όπως και τα χωριά της και, συνεπώς και η Καρυανή) μέχρι το 1924. (Αυτό το βεβαίωσε και ο Γ.Ν. Φιλιππίδης, όταν επισκέφθηκε τις εκκλησιαστικές περιφέρειες της περιοχής και το 1877 δημοσίευσε την περιγραφή των επαρχιών τους με τίτλο «περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως». Το 1905 μάλιστα  ο Γ. Χατζηκυριακού εκπλήττεται όταν διαπιστώνει την περίεργη εκκλησιαστική διαίρεση της περιοχής και σημειώνει στο έργο του «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)» : «Η Μεσορόπη μετά των προηγουμένων, Κάριανης, Μπόμπλιανης και Ποδογόριανης, υπάγονται, κατά παράδοξον όλως τρόπον εκκλησιαστικής διαιρέσεως, εις την εκκλησιαστικήν επαρχίαν Ξάνθης, ήτις ούτω εισχωρεί και ενσφηνούται μεταξύ των κωμών της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, σφετεριζομένη, ούτως ειπείν, τα δικαιώματα αυτής).

Μια εκκλησιαστικής φύσεως αναφορά της Καρυανής έχουμε, τέλος, σ’ ένα έγγραφο που έστειλαν 28 κάτοικοι της Μεσωρόπης, 13 της Μπόμπλιανης, 30 της Ποδογοριανής και 34 της Κάρυανης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με το οποίο, επειδή είχαν παρουσιαστεί προβλήματα στις σχέσεις του τότε Μητροπολίτη Ξάνθης Διονυσίου Μπίστη (1861-1867) κι αυτός αναγκάστηκε να διαμένει στην Καβάλα,  δήλωναν ότι «ημείς οι κατοικούντες την εξαρχίαν Καβάλας και των πέριξ χωρίων θέλομεν διατηρήσει τον αρχιερέα μας ή όντινα άλλον εκτός του Ξάνθης. (17)

Επειδή όμως ο υπογράφων δεν είμαι ιστορικός, αλλ’ απλός φιλίστωρ, παραθέτω μόνο λίγα ακόμη, σκόρπια, ιστορικά στοιχεία, που σχετίζονται με την Καρυανή, τα εξής:

Στον κατάλογο των Μακεδονομάχων Δράμας και Καβάλας, που δημοσιεύθηκε στον «τιμητικό τόμο επί τω Ιωβηλαίω του σεβασμ. Μητροπολίτου Φ.Ν.Θ. Χρυσοστόμου», στην Καβάλα, το 1960, αναφέρεται ότι στη Καρυανή υπήρχε στη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα επιτροπή, με γνωστά μέλη της τους Ελευθεριάδη και Στέργιο Καραγιώργη.

Στο σώμα του καπετάν Τσάρα, που έδρασε ως μακεδονομάχος στην περιοχή του Παγγαίου από το 1905, ανήκε ως μέλος της επιτροπής Καρυανής του σώματος κάποιος ονόματι Παγώνης. (19)

Όταν ο Γ.Ν. Φιλιππίδης επισκέφθηκε τις εν Μακεδονία επαρχίες Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως, περιέγραψε ως εξής την Καρυανή: «Η Καραγιάννη. Η κώμη αύτη, πλησίον της οποίας οι Νορμανδοί κατεστράφησαν υπό των Βυζαντινών τω 1185 μ.Χ., κειμένη μεσημβρινώς και παρά τας υπωρείας του Παγγαίου εν καταφύτω θέσει, κατοικείται υπό 140 περίπου μωαμεθανικών οικογενειών και 160 χριστιανικών, διατηρουσών έν καλόν δημοτικόν σχολείον, μετά δύο τάξεων ελληνικών μαθημάτων» (20)

Σε κατάσταση του Υπουργείου Εξωτερικών, αναφερόμενη στο γενικό προξενείο Σερρών, αναφέρεται ότι κατά τα έτη 1887-1889 η Καρυανή είχε δημοτικό σχολείο, επιδοτούμενο από το Υπουργείο με 10 φράγκα μηνιαία, ενώ το 1887 φέρεται να λειτουργούσε και παρθεναγωγείο. Το ίδιο δημοτικό σχολείο της Καρυανής το 1896 είχε 1 δάσκαλο, 1 δασκάλα, 35 μαθητές κι έπαιρνε επιχορήγηση 1334 φράγκων κατ’ έτος, σύμφωνα με την ίδια κατάσταση που προαναφέραμε. (21)

Το έτος 1886 ο Έλληνας ταγματάρχης του μηχανικού, Νικόλαος Θ. Σχινάς, περιόδευσε στην περιοχή μας και τις εντυπώσεις του περιέλαβε σε άρθρο του με τίτλο «οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», που εκδόθηκε στο τεύχος Β’ του περιοδικού Μακεδονίας (Μακεδονικά). Αναφέρει λοιπόν ο εν λόγω στρατιωτικός ότι «προς επιτήρησιν της παραλίας, από το λιμάνι του Τσιάγιαζι μέχρι το ρωσικό μετόχι του Αγίου Ανδρέα υπήρχαν φυλάκια στο Τσάγιαζι, δηλαδή στις εκβολές του Στρυμόνα, στο Ορφανό κλπ.» ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι κατά το έτος της περιοδείας του η Καρυανή είχε 980 Έλληνες κατοίκους και μόνο 160 Οθωμανούς, ήτοι συνολικά 1.140 κατοίκους.

Το 1894 εκδόθηκε στη Λειψία της Γερμανίας ένα σύγγραμμα με τίτλο «η κατά το Πάγγαιον χώρα των Λακκοβηκίων, τοπογραφία, ήθη, έθιμα και γλώσσα», από τον Αστέριο Δ. Γούσιο, που ήταν τότε διευθυντής της αστικής σχολής Λακκοβηκίων. Ενώ το βιβλίο δεν αναφέρεται στην Καρυανή, το Ορφάνι κλπ., γιατί δεν ήταν γειτονικά προς τα Λακκοβίκια χωριά, έχει ενδιαφέρον ότι στον κατάλογο φιλομούσων συνδρομητών του βιβλίου περιλήφθηκαν από την Καρυανή οι εξής: Αιδεσιμότατος Χρύσανθος αρχιμανδρίτης, Σωκράτης Στέργιογλους, Παγώνης Χατζηκυριάκου, Χρ. Οικονομίδης, Αργυρή Π. Αποστόλου, Χρ. Μαρίου και Γεώργιος Γκίκας.

Ανέφερα πιο μπροστά το όνομα του Γεωργίου Χατζηκυριάκου, Έλληνα που περιηγήθηκε την υπόδουλη, ακόμη τότε, Μακεδονία στα 1905-1906. Αυτός λοιπόν επισκέφθηκε την Καρυανή και την περιέγραψε ως εξής: «παρακάμπτων την παρά τη ακτή Γαληψόν και καταλείπων προς τα κάτω και αριστερά τον όρμον της Ηιόνος άρχομαι αναβαίνων και πάλιν επί του Πιερικού όρους επί της αντιθέτου αυτού κλιτύος καιμ μετά ώρας άνοδον εισέρχομαι εις την κώμην Κάριανην, εις ύψος και εν απόπτω κειμένην. Και η κώμη αύτη Κάριανη αποτελεί ουκ ευκαταφρόνητον Ελληνικήν Ορθόδοξον κοινότητα, συνοικουμένων υπό ευαρίθμων οθωμανικών οικογενειών. Και εν αυτή η εκκλησία μετά του παρακειμένου αρρεναγωγείου, παλαιού και ευρυχώρου κτιρίου, διαπλάσσουσιν την Ελληνορθόδοξον αυτής ψυχήν. Δια φιλοτίμου προσπαθείας οφείλει να επιμεληθή πλειότερον των σχολείων της, επισκευάζουσα το αρρεναγωγείον της και κτίζουσα παρθεναγωγείον, ού παντελώς σχεδόν στερείται.

Είναι περίεργο αυτό που λέει ο Χατζηκυριάκου, ότι η Καρυανή δεν είχε παρθεναγωγείο στα 1905-1906, εκτός κι αν αυτός πέρασε από την Καρυανή πριν το έτος 1902, αφού η Καρυανή είχε μόνο ελληνικό σχολείο (αρρεναγωγείο) ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στα 1902 όμως είχε πια όχι μόνο δημοτικό ή αστικό σχολείο (αρρεναγωγείο) με 1 δάσκαλο και 33 μαθητές, αλλά, πλέον κι ένα παρθεναγωγείο, με 1 δασκάλα και 18 μαθήτριες, ενώ παράλληλα, το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών έτους 1888 αναφέρει την ύπαρξη παρθεναγωγείου ήδη από το έτος 1887 στην Καρυανή! (18)

Ο Ανδρέας Αρβανίτης, γιατρός, επισκεφθείς την περιοχή, εξέδωσε το 1909 στην Αθήνα το έργο του «η Μακεδονία εικογραφημένη», στο οποίο δεν περιέγραψε μεν την Καρυανή, περιορισθείς να περιγράψει το Όρφανον, αναφέρει όμως ότι «αι παρά το χωρίον τούτο αλυκαί παράγουσιν άφθονον άλας».

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του εν Βόλω Γυμνασίου, περιηγούμενος την περιοχή, εξέδωσε, το 1913 στην Αθήνα ένα βιβλίο με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων ελληνικών χωρών Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών», στο οποίο περιγράφει ότι «… εντεύθεν ο ταξιδιώτης ή προχωρεί μέχρι του στομίου του Στρυμόνος, δια της οδού της δια του χωρίου Ορφάνου (κάτ. 500, εξ ων 100 Τούρκοι) διερχομένης και καταλείπων προς τα ΒΔ. τον όρμον της Ηιόνος, αναβαίνει πάλιν επί του Πιερικού όρους επί της αντιθέτου αυτού κλιτύος … Και κατά μεν την πρώτην περίπτωσιν επισκέπτεται τα ερείπια της αρχαίας Ηιόνος ….. κατά δε την δευτέραν περίπτωσιν ανερχόμενος το όρος μετά ώρας άνοδον, εισέρχεται εις την κώμην Κάριανην, εν απόπτω κειμένην (κάτ. 900 μετά τινων Τούρκων). Εκ Κάριανης οδοιπορών επί γραφικωτάτης λοφοσειράς φθάνει ο ταξιδιώτης μετά ώραν της την κώμην Μπόμπλιανην κλπ.

Ο Μιχαήλ Χουλιαράκης, στο έργο του «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971», τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα,1975», αναφέρει ότι το έτος 1913 η Κάριανη, υπαγόμενη στην υποδιοίκηση Πραβίου, είχε 635 κατοίκους.

Η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού στρατού, στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού και της εθνικότητας των νομών Σερρών, Δράμας και Καβάλας που εξέδωσε το έτος 1919 στην Αθήνα, ανέφερε ότι η Καρυανή είχε πριν τους Βαλκανικούς πολέμους 470 ΄Ελληνες κατοίκους, στους οποίους τον Αύγουστο του 1915 είχαν προστεθεί και 157 πρόσφυγες, επίσης Έλληνες. Έτσι συνολικά είχε 627 κατοίκους, από τους οποίους οι 324 ήταν άνδρες και οι 323 γυναίκες.

Παρόλο που η εργασία μου αυτή αφορά την ιστορία της Καρυανής κα της περιοχής της, μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής από τον Οθωμανικό ζυγό, δεν μπορώ ν’ αποφύγω τον πειρασμό να παραθέσω και ορισμένα στοιχεία από την συμπεριφορά των φίλων και συμμάχων μας πια Βουλγάρων, γιατί οι λαοί την ιστορία τους, όσο οδυνηρή κι αν είναι, πρέπει να μη την ξεχνούν, να μη την κρύβουν και να μεν την τροποποιούν χάριν πρόσκαιρων συμφερόντων, αν θέλουν να ζουν ελεύθεροι.

Από τον Αύγουστο του 1916 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1918 οι Βούλγαροι, ως σύμμαχοι των Γερμανών, εισήλθαν και κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία. Την περιοχή μας κατέλαβε τότε η 10η βουλγαρική μεραρχία της άσπρης θάλασσας, όπως αποκαλούσαν οι Βούλγαροι το Αιγαίο. Από τον Οκτώβριο του 1916 μέχρι τον Ιούνιο του 1917 στους Βουλγάρους προστέθηκε και η 58η τουρκική μεραρχία.

Στο μικρό διάστημα της παραμονής τους ο λαός μας έπαθε τα πάνδεινα από βούλγαρους και τούρκους φανατικούς, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την ανώμαλη κατάσταση, προκειμένου να βγάλουν πάνω στους Έλληνες τα παλιά κι άσβεστα μίση τους. Ποια ήταν αυτά; Μας τα διηγείται ανάγλυφα η επίσημη αναφορά που απέστειλε στον τότε Έλληνα Υπουργό Εσωτερικών ο κ. Τίτος Γιαλούρης, έπαρχος της Ελλάδος στην περιοχή, μετά τη λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους και την αποχώρηση των Βουλγάρων, από την οποία αναφορά, (που τη βρήκα γραμμένη στη γαλλική γλώσσα και τη μετέφρασα), διαβάζω ελάχιστα αποσπάσματα, που αφορούν και την τύχη της Καρυανής:

Από την περιοχή του Παγγαίου μόνο εξορίστηκαν στη Βουλγαρία 2.250 άνθρωποι, από τους οποίους γύρισαν πίσω μόνο οι 900.

Ο πληθυσμός του Παγγαίου, από 14.000 ορθοδόξους έπεσε στις 7.000 – 8.000, εξ αιτίας των εκτελέσεων, των εξοριών και της αναγκαστικής μετανάστευσης.

Στο Ορφάνι  οι κατακτητές κατεδάφισαν 40 σπίτια κι άφησαν άστεγους 250 ανθρώπους.

Στην Καραυνή κατεδάφισαν 120 σπίτια κι άφησαν άστεγους 595.

Οι κάτοικοι εξαφανίστηκαν. Πολλοί πέθαναν από τη πείνα και τις κακουχίες, άλλοι δεν γύρισαν από την εξορία κι οι επιζήσαντες διασκορπίστηκαν.

Στην αναφορά υπάρχουν και οι προφορικές μαρτυρίες κάποιων που υπέφεραν τα πάνδεινα, συλληφθέντες, εξορισθέντες ή φυλακισθέντες από τους Βουλγάρους, αλλά η παράθεση των τρομερών καταγγελιών τους ξεφεύγει από τους στόχους αυτής της ομιλίας.

Μια Διασυμμαχική Επιτροπή, εξ άλλου, που συστάθηκε μετά το 1918 για να ελέγξει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία από τον βουλγαρικό στρατό, στις αναφορές κι έρευνες που διεξήγαγε κι οι οποίες εκδόθηκαν στη Γαλλία αλλά και στο Λονδίνο το 1919, περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα όσα υπέστη η Καρυανή από τους Βούλγαρους κατακτητές. Οι τελευταίοι μπήκαν στο χωριό, που είχε 646 κατοίκους, στις 6 Αυγούστου του 1916 κι έφυγαν στις αρχές του 1919, αφήνοντάς την μόνο με 146 κατοίκους, μια και είχαν πεθάνει 35 κάτοικοι, 263 είχαν μεταφερθεί ως όμηροι στη Βουλγαρία, από τους οποίους επέστρεψαν μόνο 62 κι οι υπόλοιποι εκπατρίσθηκαν. Στην αναφορά της Διασυμμαχικής Επιτροπής αναφέρεται επίσης ότι καταστράφηκαν 146 οικίες, (έναντι 120 που είχε καταγράψει ο Γιαλούρης) και κλάπηκαν από τους Βουλγάρους 270 βοοειδή, 140 άλογα και μουλάρια, 100 όνοι, 2.000 πρόβατα και 30.000 κατσίκια. Καταθέσεις στη Διασυμμαχική Επιτροπή έδωσαν τότε οι Καρυανιώτες Γεώργιος Αγγέλου, Δημήτριος Β. Καραμούτας, (όμηρος στη Δοβρουτσά με τους δυο γιους του), Παναγιώτης Ρόκκας, Αγάθων Θ. Βακαλόπουλος, Ανδρέας Παπαδόπουλος, Γεώργιος Α’ Παπαδόπουλος, Ιάκωβος Παπαδόπουλος και άλλοι, όπως και η τότε δασκάλα του χωριού, Σμαράγδα Ευγενίδου, που περιέγραψαν με τα μελανότερα χρώματα την πλήρη λεηλασία του χωριού από τους Βούλγαρους στρατιώτες, την αναγκαστική μετοίκηση, τις εξορίες, τους ξυλοδαρμούς και την ομηρεία των κατοίκων της. (22)

Μετά μερικές δεκαετίες όμως οι φίλοι και σύμμαχοί μας Βούλγαροι ξαναγύρισαν στον τόπο μας. Ήταν η περίοδος της τρίτης βουλγαρικής κατοχής της ανατολικής Μακεδονίας, 1941-1943. Οι Βούλγαροι κατακτητές, και πάλι ακολουθώντας τους Γερμανούς, υπέβαλαν σε νέα, τεράστια δοκιμασία την Ανατολική Μακεδονία. Από στους πολίτες που δεινοπάθησαν δεν εξαιρέθηκαν ούτε οι ιερείς. Στο βιβλίο του με τίτλο «μάρτυρες κληρικοί Μακεδονίας – Θράκης, 1941-195» ο Αθανάσιος Παπαευγενίου περιγράφει όσα υπέστη ο ιερέας της Καρυανής Χριστόδουλος Δημανίδης, που είναι χαρακτηριστικά και ενδεικτικά όσων υπέστησαν κι όλοι οι υπόλοιποι πολίτες της Καρυανής: Τρεις ημέρες μετά την άφιξη των Βουλγάρων τον συνέλαβαν οι στρατιώτες, τον έγδυσαν κι ενώ ο αξιωματικός τους τον έδερνε, οι στρατιώτες του πατούσαν τα χέρια και τον έδερναν σ’ όλο το σώμα. Αυτό επαναλήφθηκε τέσσερις φορές και σ’ ελεεινή κατάσταση τον πέταξαν στο δρόμο, από όπου τον μάζεψε η γυναίκα του και η κόρη του. Παρέμεινε στο κρεβάτι για δυο μήνες, αλλά 15 μέρες μετά την ανάρρωσή του τον συνέλαβαν και πάλι και τον οδήγησαν στο Οφρύνιο. Οι πληγές από τον ξυλοδαρμό του υπήρχαν ακόμη. Στο Ορφρύνιο τον έκλεισαν σ’ ένα σταύλο και του απήγγειλαν κατηγορία, ότι είπε δήθεν στους Έλληνες κατοίκους της Καρυανής να μη παραδώσουν τα όπλα τους, αλλά να τα κρύψουν, για να τα χρησιμοποιήσουν κατά των Βουλγάρων. Στη συνέχεια, τον διέταξαν να φύγει στην ελεύθερη Ελλάδα. Πράγματι, ο ιερέας αναχώρησε, στον Στρυμόνα όμως οι Βούλγαροι του αφαίρεσαν τα χρήματά του και τα ζώα του. Πέρασε τον Στρυμόνα κι εγκαταστάθηκε στα παλιά Κερδύλλια, όπου όμως είχε την ατυχία, λίγο αργότερα, να χάσει δύο γιους του, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό κι εξόντωσαν τους άρρενες κατοίκους!

Σαν ένα σπασμένο τζάμι, σαν ένα παζλ, όπως λέμε σήμερα, η ιστορία χρειάζεται υπομονή κι αγάπη, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα μικρά κομμάτια που την συγκροτούν και να δημιουργήσουν ένα σύνολο, τη ζωή και τον πολιτισμό ενός λαού. Θέλω να ελπίζω ότι μ’ αυτή τη μικρή κι ολότελα ερασιτεχνική προσπάθεια, συνεισέφερα κι εγώ όσο μπορούσα στη συγκρότηση του παζλ της ιστορίας του πανάρχαιου αυτού χωριού του Παγγαίου και της γύρω περιοχής, αφήνοντας απ’ έξω βέβαια τον 20ό αιώνα, του οποίου η ιστορία γράφεται ακόμη στις μέρες μας!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. «Bulletin de correspondence hellenique», έτους 1894. Άρθρο του καθηγητής του Πανεπιστημίου του Nancy της Γαλλίας Paul Perdrizet με τίτλο«Voyage dans la Macedoine premiere».
2. Ομάδα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης 2000-2001 ενιαίου Λυκείου Ποδοχωρίου, «παραδοσιακοί οικισμοί της περιοχής μας».
3. Χρονικά αρχαιολογικού δελτίου, τόμος 37 (1982) – ανάτυπο της ΙΗ’ Εφορείας προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων).
4. Δημ. Σαμσάρη, «το οδικό δίκτυο της Ανατολικής Μακεδονίας από τα αρχαϊκά χρόνια ως τη ρωμαϊκή κατάκτηση», Μακεδονικά 14 (1974), σελ. 123 επόμ.
5. Οι συνέπειες από τη ρωμαϊκή κατάκτηση και πολιτική στις ελληνικές αποικίες των παραλίων της αιγαιακής Θράκης, (Ανακοίνωση από το 2ο Διεθνές Συμπόσιο Thracia Pontica II, που έγινε στη Σωζόπολη της Βουλγαρίας το 1982.
6. Γεωργίου Μπακαλάκη - Γ.Ε. Μυλωνά, «Γαληψός, Θασίων εμπόριον».
7. Μνήμη Λαζαρίδη. Πόλις και Χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη. Άρθρο της ΧάϊδωςΚουκούλη – Χρυσανθάκη με τίτλο «τα μέταλλα της Θασιακής Περαίας».
8. Archives de l’ Athos - Actes de Lavra, τόμος 1ος - έκδοση 1970 στο Παρίσι).
9. Archives de l’ Athos - Actes de Παντοcrator, τόμος 2ος - έκδοση 1964 στο Παρίσι).
10. Κατεπανίκια της Μακεδονίας, άρθρο του καθηγητή Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδη στα Μακεδονικά έτους 1954.
11. Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833, σελ. 216.
12. Χάϊδως Κουκούλη – Χρυσανθάκη, αρχαιότητες και μνημεία Ανατολικής Μακεδονίας, Αρχαιολογικό Δελτίο 30 (1975) (μέρος Β’ 2, Χρονικά), σελ. 286.
13. Γ.Κ. Παπάζογλου, «Μεταφρασμένα τούρκικα έγγραφα του μετοχίου «Ορφάνη» της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους (1535-1733),
14. Γ.Κ. Παπάζογλου, δύο έγγραφα σχετικά με την πώληση του «Ρουφανίου» στον Χατζή Μουσταφάγα, Μακεδονικά, τόμος 27ος, 1989-1990, σελ. 403 επόμ.
15. Αρχιμ,. Γαβριήλ Διιονυσιάτη, ανακοίνωση με τίτλο «καθορισμός τόπου μαχών του Νικοτσάρα το 1806, στα Πρακτικά του Α’ τοπικού συμποσίου «Η καβάλα και η περιοχή της», σελίδα 97.
16. Αθανασίου Ε. Καραθανάση, ο κόλπος του Ορφανού και η περιοχή του, έκδοση του 1998.
17. Αιμίλιου Δημ. Μαυρουδή, η ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως.
18. Πίναξ γενικός των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ελληνικών σχολείων, (εν Κωνσταντινουπόλει 1902).
19. Ανακοίνωση της Αγγελικής Κιουρτσή – Μιχαλοπούλου στα Πρακτικά του Β’ τοπικού συμποσίου «Η ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ», (26-29/9/1986),. Τόμος Α’, σελ. 232.
20. Γ.Ν. Φιλιππίδη, «περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως», στα Μακεδονικά, Α’ τόμος (1877), σελ. 286.
21. Αθανασίου Ε. Καραθανάση, Ο κόλπος του Ορφανού και η περιοχή του.
22. Raports et enquetes de la Commission Interalliee sur le violations du droit des gens comisses en Macedoine Orientale par les Armees Bulgares, (Nancy-Paris - Strasburg 1919).
 
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΣΤΕΡΗ 2
64100 ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ